«Μα πώς;! Το Δέντρο μας;! Είναι δυνατόν;!»
«Ένα δέντρο είναι, πώς κάνετε έτσι;» απορούσε ο Σεργκέι.
«Μα το Δέντρο μάς έχει προστατέψει τόσα χρόνια τώρα κι από πείνα κι από πολλές κακουχίες, δεν μπορούμε να το κόψουμε!»
«Εγώ δεν το θυμάμαι ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, εξάλλου πρόπερσι γεννήθηκα…» απάντησε σκεφτικός αλλά και ανένδοτος ο Σεργκέι.«Κι εξάλλου δεν έχει δώσει τίποτα όλη τη χρονιά – ούτε καρύδια, ούτε βελανίδια! Δεν μπορώ να φανταστώ σε τι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει, παρά μόνο για ξυλεία!»
«Μήπως όμως πριν εγκαταλείψουμε το σπιτικό μας, γιε μου, θα ήθελες να κάνεις κι εσύ μια προσπάθεια να του αλλάξεις γνώμη;»
Η ατμόσφαιρα στη Συνέλευση εκείνο το βράδυ ήταν αποπνικτική, κι ενώ ο Σεργκέι κατάφερε να πείσει αρκετούς χωρικούς με τα επιχειρήματά του, δεν πάρθηκε καμία απόφαση. Όλοι γύρισαν στα σπίτια τους προβληματισμένοι. Το ότι το Δέντρο εκείνη τη χρονιά έδειχνε να τους αγνοεί ήταν πράγματι ανησυχητικό, το ενδεχόμενο όμως να το κόψουν τους έκανε όλους να μουδιάζουν. Κι ένα βράδυ με την καρδιά βαριά από στενοχώρια, ο πατέρας του Μπέλλεκ, ο οποίος ήταν από τους λίγους που από την αρχή εξέφρασε τη διαφωνία του με τον Σεργκέι, είπε στη γυναίκα του:
«Καλή μου, πολύ φοβάμαι ότι ίσως σύντομα να χρειαστεί να εγκαταλείψουμε το χωριό μας. Σήμερα μου ανακοίνωσαν ότι θα είμαι στην ομάδα των χωρικών που θα κόψουν τα δέντρα αυτό το χειμώνα. Όσο κι αν έχω συζητήσει με το Σεργκέι, δεν έχω καταφέρει να τον μεταπείσω για το Δέντρο. Φοβάμαι ότι ίσως είμαι αυτός που θα χρειαστεί να το κόψει. Δε θέλω να πάρω τέτοιο κρίμα στο λαιμό μου!»
One thought on “Ο Σεργκέι και το Δέντρο”