Περνούσε ο καιρός στο Βάλτο, και το Παγόνι είχε σταματήσει να μετρά τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες… Τα βαλτόνερα ήταν πολύ βρώμικα για να δει το είδωλό του, έβλεπε όμως τα φτερά που άφηνε πίσω του – δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνα τα εύθραυστα σταχτιά και καφετιά απομεινάρια στο λασπωμένο χώμα ήταν δικά του. «Πώς έχω καταντήσει έτσι, εγώ που έλαμπα πράσινος και μπλε και χρυσαφής στο φως του ήλιου; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Τι δουλειά έχω εγώ ανάμεσα σ’ αυτά τα κακόμοιρα τα ζώα;»
Και μαζί μ’ εκείνα τα κακόμοιρα τα ζώα έκλαιγε κι αυτός για την κακιά τη μοίρα που τον είχε οδηγήσει εκεί. Και ήταν πολλά τα δάκρυά του, κι ήταν πεντακάθαρα. Και στη λιμνούλα που σχημάτισαν μπροστά του, το Παγόνι μας κατάφερε για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό να δει το είδωλό του, ένα είδωλο που του προκάλεσε απέχθεια, καθώς είδε όλα τα σημάδια του βαλτότοπου επάνω του. Κι εκείνη την ημέρα το Παγόνι άρχισε πάλι να μετράει το χρόνο – τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες: «Άραγε πόσο ζουν τα ζώα του Βάλτου; Ξέρω πόσο ζουν τα Παγόνια, εγώ όμως δεν είμαι πλέον Παγόνι. Πόσος χρόνος άραγε να μου μένει;»
Μια μέρα ίδια όπως οι προηγούμενες έφερε το Γερόλυκο στο σημείο του Βάλτου όπου βούλιαζε το Παγόνι. Ή ίσως εκείνη την ημέρα το Παγόνι να έτυχε να κολλήσει στο σημείο του Βάλτου απ’ όπου έμελλε να περάσει ο Γερόλυκος. Ένα φως φώτισε ξαφνικά το μυαλό του Παγονιού, μια ανάμνηση. Δεν του πήρε πολύ για να τον θυμηθεί. Τεράστια χαρά γέμισε μεμιάς το στήθος του: ένας παλιός γνώριμος του Δάσους στεκόταν μπροστά του, ένας φίλος! Πόσο λίγο κράτησε όμως – αμέσως θυμήθηκε το είδωλό του στη λιμνούλα των δακρύων, κι η ντροπή του ήταν τόσο μεγάλη, που ήθελε και το ράμφος του να βουτήξει στα λασπόνερα. «Μακάρι να μη με δει… Αλλά και να με δει, δε θα μ’ αναγνωρίσει…»
Υπάρχει ζώο που να γνωρίζει την ευφορία και τη γαλήνη που βρίσκεται εδώ και να μην την αναζητάει;!
Τον είχε δει όμως το Παγόνι μας, κι αυτό μάλλον ήταν αρκετό. Προσέχοντας να μην εξέχει πολύ πάνω από την επιφάνεια των βρώμικων νερών, σύρθηκε πίσω από το Γερόλυκο κι άρχισε να τον παρακολουθεί κρυφά. Τον είδε με όλο το βάρος της ηλικίας του στους ώμους να παλεύει με τις κολλώδεις λάσπες και με όλη τη σοφία της μακριάς ζωής του να μην το βάζει κάτω: Ήξερε σε ποια σημεία του Βάλτου έπρεπε να παλέψει με όση δύναμη είχε, με κινήσεις επιδέξιες και αποτελεσματικές, κι ήξερε πότε και για πόσο ν’ αφήσει τα βρώμικα ρεύματα να τον παρασύρουν. Κι αν μπορούσε από εκεί που βρισκόταν το Παγόνι μας να δει το βλέμμα του, θα το έβλεπε καρφωμένο μπροστά. Μπορεί τα χρόνια να του είχαν στερήσει την οξύτητα των ματιών του, ήξερε όμως προς τα πού ν’ αναζητήσει την Αντίπερα Όχθη, χωρίς να τη βλέπει, και «σκάλιζε» με υπομονή και πίστη το δρόμο του προς τα κει.