Έφευγαν οι μέρες, κι ο Λούκας ξέκλεβε από καθεμιά τους αρκετές ώρες, για να κολυμπήσει ως τη σπηλιά όπου τον περίμενε το Πιάνο του και να παίξει. Και κάθε μέρα που έφευγε, τον άφηνε και πιο επιδέξιο. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε λόγος να χάνει τόσο χρόνο κολυμπώντας προς και από τη σπηλιά κάθε μέρα για να εξασκηθεί, κι έτσι άρχισε να σχεδιάζει ένα βράδυ στην καμπίνα του τη μεταφορά του τεράστιου οργάνου εκεί. Σκεφτόταν πόση έκπληξη θα ένιωθαν οι ναυτικοί του με το νέο του ενδιαφέρον και από μέσα του γελούσε, όσο σχεδίαζε την ξύλινη πλατφόρμα πάνω στην οποία θα το μετέφεραν, υπολόγιζε τον αριθμό των γάντζων και το πάχος των σχοινιών και ετοίμαζε τις τροχαλίες του πλοίου με τις οποίες θα το ανέβαζαν στο κατάστρωμα.
Κι όταν τα είχε υπολογίσει όλα στην εντέλεια, ξεκίνησε να μετρά το χώρο που θα απελευθέρωνε για το Πιάνο μέσα στην καμπίνα του. Σύντομα κατάλαβε ότι θα χρειαζόταν οπωσδήποτε να μετακινήσει τη μια προθήκη με τα μπιχλιμπίδια του στον απέναντι τοίχο. Δυστυχώς όμως εκεί δε θα ταίριαζε δίπλα στα χρυσά κύπελλα και τις μινιατούρες του. Η άλλη σκέψη ήταν να μεταφέρει τα ράφια με τα κύπελλα στον τοίχο ακριβώς πάνω από την πολυθρόνα του, εκεί όμως συνειδητοποίησε ότι δε θα μπορεί να τα βλέπει και να τα καμαρώνει. Η καλύτερη λύση θα ήταν να ξεφορτωθεί την προθήκη και να στριμώξει τα στολίδια μέσα στα άλλα ντουλάπια του – όμως αλοίμονο! Όχι μόνο θα διαλυόταν η συνοχή της πολύτιμης συλλογής του έτσι, αλλά θα κατέληγαν τα στολίδια του να παραφωνούν, έτσι παράταιρα που θα ήταν, μέσα στις υπόλοιπες συλλογές του!
Κρύος ιδρώτας έλουσε το Λούκα. Ο καινούριος του θησαυρός παραήταν μεγάλος. Η τάξη που είχε επιβάλλει στους άλλους θησαυρούς του δεν ήταν σε καμία περίπτωση υπό διαπραγμάτευση! Δε θα υπήρχε πια στιγμή ηρεμίας και γαλήνης στη φωλιά του, από τη μέρα που το Πιάνο θα έβαζε πεντάλ μέσα στην καμπίνα του!
[…] κάποτε στα νερά του είχε βρεθεί ένα Πιάνο που το έλεγαν Λούκα…
Οι ετοιμασίες στο μυαλό του Πειρατή μας ξαφνικά έπαψαν. Για λίγο συνέχισε τις καθημερινές του επισκέψεις στη σπηλιά, όπου έπαιζε τις αγαπημένες του μελωδίες, κι επέστρεψε κουρασμένος από το κολύμπι στο πλοίο του. Δεν άργησαν όμως αυτές οι επισκέψεις, που κάποτε τον πλημμύριζαν χαρά κι ανυπομονησία, να γίνουν μπελάς, ώσπου τελικά αραίωσαν προσωρινά, μέχρι να σταματήσουν εντελώς. Αυτό που δε θα σταματούσε ποτέ όμως ήταν οι βραδινές επισκέψεις του μεγάλου του ονείρου, όταν έπινε το ρούμι του μέσα στην καμπίνα του και έκλεινε για λίγο τα νυσταγμένα του μάτια… Τότε θυμόταν πόσο πολύ αγαπούσε τη μουσική και έβλεπε με τη φαντασία του πόσο ταλαντούχος και δραστήριος μουσικός θα μπορούσε να είχε γίνει ανάμεσα στους φίλους του, πώς θα μπορούσε να τους μαζεύει κάθε βράδυ πάνω στο πλοίο του, για να παίζουν και να τραγουδούν μαζί ως το πρωί όλα εκείνα τα τραγούδια, που θα έγραψε με το Πιάνο του και θα έκαναν το γύρο του κόσμου χάρη στην ομορφιά τους!… Τα έβλεπε όλα να συμβαίνουν κάθε φορά που βάραιναν τα βλέφαρά του, και τελικά κατάλαβε ότι αυτό ήταν και το μόνο που χρειαζόταν. Δε χρειαζόταν το Πιάνο στην καμπίνα, ούτε τις ατέλειωτες ώρες εξάσκησης, ούτε τα ίδια τα τραγούδια που πάλευαν να γεννηθούν μέσα από το μυαλό του.