Το σπάσιμο της αγαπημένης του πένας όμως δεν πτόησε το Χριστόφορο τόσο όσο θα περίμενε κανείς. Εξάλλου από το σετ είχε απομείνει ακόμα μία, και ήταν βέβαιος ότι κι εκείνη θα ήταν μαγική, όπως και οι προηγούμενες. Συνέχισε λοιπόν να γράφει με την τρίτη πένα, ασταμάτητα καθώς έτρεχε το μυαλό του, το ένα άρθρο μετά το άλλο, δοκίμια και προλόγους σημαντικών συγγραφικών έργων γνωστών ανθρώπων του πνεύματος, ξεκίνησε επίσης να γράφει μικρά διηγήματα και αργότερα παιδικές ιστορίες για το μικρό Λευτέρη και τη Στέλλα… Έγραφε περιμένοντας να βρεθεί η αφορμή κι η τρίτη πένα να του δείξει τη δική της θαυμαστή ιδιότητα… Και περίμενε… περίμενε… περίμενε… Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, έχει πάψει να περιμένει, μόνο την κοιτά χολωμένος, και όποτε στρέφεται κάποιο βλέμμα ή συζήτηση σ’ εκείνη, δεν παραλείπει ν’ αναφέρει: «Αν δεν έγραφε τόσο καλά, μα το θεό θα την είχα πετάξει προ πολλού! Το μόνο που την έχει σώσει είναι το ότι κρατιέται τόσο άνετα στο χέρι μου και γλιστρά τόσο όμορφα πάνω σε κάθε είδους χαρτί – είναι απίστευτο! Παλιά μετά βίας έβγαζα τα γράμματά μου, με αυτήν την πένα όμως είναι πανεύκολο να γράφω στρωτά και καλοσχηματισμένα. Ειλικρινά, γι’ αυτό το λόγο και μόνο δεν την έχω πετάξει!»
Τον Χριστόφορο τον αγαπώ σαν αδερφό, ήταν ο πρώτος μου παιδικός φίλος στη φτωχογειτονιά που μεγαλώσαμε και παρέμεινε σταθερός συνοδοιπόρος στη ζωή μου, κι ας με πήγε εμένα σε τελείως διαφορετικά μέρη απ’ αυτά που τον πήγε η δική του. Αδυνατώ όμως να καταλάβω το μίσος του για μια πένα που κάνει τόσο καλά τη δουλειά της. Εμένα οι δικές μου άλλοτε στάζουν, άλλοτε χαράζουν άσχημα κάποια χαρτιά, άλλοτε σπάνε εκεί που δεν το περιμένεις – όπως και οι δύο προκάτοχοι της τωρινής πένας του Χριστόφορου. Επίσης δεν μπορώ να καταλάβω πώς είχε δεθεί τόσο πολύ με τις άλλες δύο. Μπορείς να δεθείς άραγε με ένα αντικείμενο τόσο απλό, όταν ο μόνος σκοπός της ύπαρξής του είναι να σε βοηθά να γράφεις, μόνο και μόνο επειδή κάνει κι άλλα πράγματα μετρίως, που οι άνθρωποι στη ζωή σου μπορούν να κάνουν πολύ καλύτερα; Βέβαια εγώ ποτέ δεν είχα ούτε τη φαντασία ούτε τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του Χριστόφορου, ένας επιχειρηματίας είμαι, και δε με ξέρει κανείς.
«Δεν ξέρω αν οι δυο μαγικές πένες έγιναν μαγικές, επειδή γνώριζαν ότι θα έσπαγαν γρήγορα, ή έσπασαν γρήγορα, επειδή ήταν μαγικές», μου είπε ο Γιώργος χαμογελώντας, «γνωρίζω όμως ότι η τρίτη πένα επί τριάντα χρόνια δεν έχει σταματήσει να γράφει, και δε θα φύγω από τούτο τον κόσμο ήσυχος, αν δεν ανακαλύψω πρώτα πού έχει γράψει το μίσος και την οργή του φίλου μου!»