Τζέιμι & Τζέινι

Αυτή είναι μια ιστορία για τον Τζέιμι και την Τζέινι· είναι όμως και μια ιστορία για το πώς ο Λούκας για μία και μοναδική φορά στη ζωή του πέρασε – κεραυνοβολημένος – μια ολόκληρη εβδομάδα στη στεριά.

Για όσους δε θυμούνται το Λούκα και τη λαχτάρα του να μάθει να παίζει πιάνο, ο φίλος μας είναι ένας τρομερός, ξακουστός και πολυταξιδεμένος Πειρατής! Και σε ένα από τα πάμπολλα ταξίδια του η μοίρα διασταύρωσε το δρόμο του με αυτόν των δύο μικρών ορφανών πιθήκων, του Τζέιμι και της Τζέινι. Τα δύο πιθηκάκια φαίνονταν εγκαταλελειμμένα από τη μητέρα τους – ποιος ξέρει τι της είχε συμβεί; – και κρύβονταν σφιχταγκαλιασμένα ανάμεσα στις ρίζες ενός αρχαίου δέντρου, όταν ο Λούκας έτυχε να περνά από εκεί στην αναζήτησή του για καρύδες και άλλα τροπικά φρούτα, που θα κρατούσαν τον ίδιο και το πλήρωμά του χορτάτους, μέχρι να φτάσουν στον επόμενο προορισμό τους.

Ο Λούκας δεν έβλεπε την ώρα να σαλπάρουν ξανά, αφού το μέρος δε φιλοξενούσε παρά μόνο μια πρωτόγονη κοινωνία ιθαγενών και συνεπώς πέρα από την πλούσια βλάστηση και τα γάργαρα νερά του δεν προσέφερε άλλο, οικονομικής φύσης δέλεαρ στον Πειρατή μας… Ήταν λοιπόν μεγάλη ατυχία για τον ίδιο το ότι είδε τα δύο σφιχταγκαλιασμένα πιθηκάκια, καθώς ενώ αρχικά τα προσπέρασε φουριόζος, ένιωθε την εικόνα τους να τον τραβά πίσω σ’ εκείνα όπως το λάστιχο το γιο-γιο.

[…] έφυγε εκείνη τη χρονιά από το καταπράσινο νησάκι με έναν καινούριο φίλο και συνείδηση όχι τόσο ελαφριά, ώστε να μην τη νιώθει…

Βλαστημώντας γύρισε πίσω, ακούγοντας το αγγελάκι-Λούκα πάνω στο δεξί του ώμο να τον παροτρύνει: «Πάρ’ τα μαζί σου, τα καημένα! Θα πεθάνουν εδώ μόνα τους χωρίς κανέναν να τα φροντίζει! Εξάλλου χρειάζεσαι και λίγη παρέα πάνω στο πλοίο!» Σχεδόν αντανακλαστικά γύρισε προς τον αριστερό του ώμο, αναζητώντας το διαβολάκι-Λούκα, ελπίζοντας να ήταν κι εκείνο εκεί, για να του προσφέρει μια καλή δικαιολογία να μη παρεκκλίνει από το πρόγραμμά του. Όμως το διαβολάκι-Λούκας δεν εμφανίστηκε για τη συνηθισμένη αντιπαράσταση – ακόμα δεν είχε αναρρώσει από την προηγούμενη νύχτα που είχε πείσει το Λούκα να μη σταματήσει μετά το τέταρτο μπουκάλι ρούμι…

Η Μάλβα

Για το μικρό παράδεισο στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου σας έχω ήδη μιλήσει, σήμερα λοιπόν είναι καιρός να σας πω και για έναν από τους πρώτους κατοίκους του. Η Μάλβα ήταν αγριομολόχα, κι ανάμεσα σ’ όλα τα φυτά της μικρής κοιλάδας που οδηγεί στο δάσος ήταν από τα πιο «φορτωμένα» κι όμορφα. Όταν έβγαινες από το βούρκο του Βάλτου και κοίταζες μπροστά, το λαμπερό μωβ φως που αντανακλούσαν τα εκατοντάδες άνθη της ήταν ο πρώτος οιωνός της ομορφιάς που επρόκειτο ν’ αντικρίσεις προχωρώντας.

Η Μάλβα στην Αντίπερα Όχθη ήταν αγαπητή σε όλους τους υπόλοιπους θάμνους και τα δέντρα. Οι στενότεροι φίλοι της ήταν αυτοί που βρίσκονταν κοντά της, είχε όμως και πολλούς φίλους βαθιά μέσα στο δάσος, με τους οποίους τη βοηθούσαν να επικοινωνεί οι εκατοντάδες χιλιάδες Μέλισσες που ζουν εκεί· κι όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, είχε πιάσει φιλίες και με τις Μέλισσες τις ίδιες, οι οποίες χαίρονταν κάθε άνοιξη να πίνουν από το νέκταρ της και να μαζεύουν τη γύρη της. Ήταν, εξάλλου, πολύ ανθοφόρος και γενναιόδωρος θάμνος!…

Ένιωθε σαν βασίλισσα χωρίς αυλή, έτσι όπως βρέθηκε ξαφνικά από το προσκήνιο στο ακροατήριο.

«Καλή σου μέρα, Μάλβα!» ζουζούνιζαν κάθε πρωί οι Μέλισσες, «καλώς τα κορίτσια!» αποκρινόταν εκείνη χαρωπά, και άρχιζε το φαγοπότι για τις μικρές εργάτριες και η κουβεντούλα για κείνη. «Τα πεύκα του δάσους λένε ότι φέτος ο χειμώνας θα είναι πιο μαλακός», τής είπε μπουκωμένη μια μικροσκοπική μελισσούλα που μετά βίας μπορούσε να κρατηθεί στον αέρα από το βάρος του νέκταρ που είχε μαζέψει. «Ευτυχώς,» αναστέναξε εκείνη ανακουφισμένη, «γιατί ο περσινός με δοκίμασε πολύ!» «Έμαθες για τους νέους κατοίκους της Καστανιάς στον ανατολικό λόφο;» τη ρώτησε μια άλλη, λιγότερο λαίμαργη εργάτρια. «Όχι, για πες…»

Και κάπως έτσι μάθαινε η Μάλβα για τους φίλους της, τα φυτά και τα δέντρα του δάσους, για τα ζώα και τα πουλιά που φώλιαζαν πάνω τους και για όσα διαισθάνονταν και προφήτευαν τα γηραιότερα και σοφότερα ανάμεσά τους. Με τη σειρά της κι εκείνη έλεγε τα νέα της περιοχής στις Μέλισσες, και κάπως έτσι κοιλάδα και λόφοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έπιαναν φιλίες, ενίοτε τσακώνονταν κιόλας (ποιος θα ξεχάσει, άραγε, την παρεξήγηση που αποξένωσε την Πετούνια από τη Λευκή Τρούφα – γι’ αυτή θα σας πω κάποια άλλη φορά), αλλά και φίλιωναν αργά ή γρήγορα, καθώς σ’ εκείνο το μικρό παράδεισο καμιά διχόνοια δεν μπορεί να ευδοκιμήσει για πολύ.