Κι οι μέρες περνούσαν ήσυχα κι όμορφα, και τα άνθη της Μάλβας σιγά-σιγά έγερναν τα κεφαλάκια τους το ένα μετά το άλλο, και χωρίς να τραβήξουν την προσοχή κανενός, άρχισαν να πέφτουν. Βλέπετε, ο άνεμος που φυσούσε ανάμεσα στους μίσχους τους άρχισε να κρυώνει, οι μέρες μίκρυναν και το φως του ουρανού λιγόστεψε μέσα από τα γκρίζα σύννεφα που όλο και συχνότερα έκαναν την εμφάνισή τους. Κι όσο πιο συχνά εμφανίζονταν τα σύννεφα, τόσο πιο σπάνια έρχονταν πια οι Μέλισσες…
Η Μάλβα άρχισε να μελαγχολεί. Της έλειπαν οι φίλες της, κι όσα νέα μάθαινε πλέον από τους λόφους, τα μάθαινε από τα δέντρα της όχθης, πάνω στα οποία ξεκουράζονταν τα πουλιά που ταξίδευαν πάνω από το Βάλτο. Κι ενώ πριν λίγο καιρό ήταν εκείνη που μετέφερε κάθε μαντάτο και κουτσομπολιό στα δέντρα δίπλα της, τώρα καθόταν σιωπηλή κι απλώς άκουγε. Ένιωθε σαν βασίλισσα χωρίς αυλή, έτσι όπως βρέθηκε ξαφνικά από το προσκήνιο στο ακροατήριο. Και κάθε φορά που θρόιζαν τα φύλλα της στον άνεμο, ευχόταν να μην τα άκουγε κανείς. Δεν ήθελε να την κοιτούν, δεν ήθελε να την προσέχουν. Δεν ήταν πια ο πλούσιος θάμνος που όλοι θαύμαζαν την άνοιξη και το καλοκαίρι – και ντρεπόταν πολύ γι’ αυτό…
«Η Μάλβα μαραίνεται…»
Σύντομα έμαθε για το μοσχομυρωδάτο πευκόμελο που έφτιαχναν εκείνη την περίοδο οι Μέλισσες ανεβαίνοντας στα μεγαλύτερα υψώματα των λόφων και στενοχωρήθηκε ακόμα περισσότερο. Βλέπετε, όσο καιρό μπορούσε να τους προσφέρει νέκταρ και γύρη από τα άνθη της, οι Μέλισσες ούτε που σκέφτονταν ν’ ανέβουν στο λόφο. Τώρα όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η Μάλβα τελικά έπεισε τον εαυτό της, θλιμμένη και ντροπιασμένη καθώς αισθανόταν ήδη, ότι η φιλία των Μελισσών δεν ήταν αληθινή, κι ότι τελικά κάνοντάς τη να αισθάνεται ξεχωριστή χωρίς να είναι στην πραγματικότητα, την εκμεταλλεύτηκαν…
Ο χρόνος περνούσε με νέα μαντάτα από τους λόφους, τα οποία εκείνη πάντα άκουγε τελευταία, χωρίς να μπορεί να συνεισφέρει με δικά της, κι η πικρία της Μάλβας σιγά-σιγά άρχισε να μεταμορφώνεται σε αγανάκτηση. Αυτή που τόσο γενναιόδωρα από την αρχή της άνοιξης τροφοδοτούσε την κυψέλη να γίνει αποδέκτης τέτοιας αχαριστίας! Ούτε μια επίσκεψη από τις Μέλισσες τόσο καιρό… Μόνο κάτι διάσπαρτα χαιρετίσματα – ακόμα κι αυτά όμως απευθύνονταν σε όλα τα φυτά της όχθης. Δεν άντεχε η αξιοπρέπεια και η περηφάνια της τέτοια αδικία! Δεν περίμενε ποτέ από τις φίλες της να της φερθούν έτσι! Η Μάλβα είχε θυμώσει. Είχε θυμώσει πολύ…