Κι όσο εκείνη σιωπούσε και σκεφτόταν πώς να τιμωρήσει τις Μέλισσες την επόμενη άνοιξη που θα έπεφταν πάλι στην ανάγκη της, ανησυχητικά μαντάτα έφταναν στους λόφους από τα πουλιά που ξαπόσταιναν στην όχθη:
«Η Μάλβα φαίνεται άρρωστη τελευταία…»
«Η Μάλβα έχει συρρικνωθεί κι έχει γίνει κατακίτρινη!»
«Η Μάλβα μαραίνεται…»
Τρόμαξαν τα δέντρα του λόφου, τρόμαξαν και τα φυτά, κανείς όμως δεν τρόμαξε όσο οι Μέλισσες, οι οποίες ικέτευαν τα αγριοπερίστερα να κόψουν ένα κλαδάκι της και να το φέρουν στα γέρικα πεύκα, τα οποία σίγουρα θα καταλάβαιναν τι είχε πάθει η φίλη τους και θα τους υποδείκνυαν το αντίδοτο.
«Η Μάλβα, δυστυχώς, έχει δηλητηριαστεί,» αποφάνθηκαν τα πεύκα. «Και δε δηλητηριάστηκε από μόλυνση του χώματος ή του νερού,» συνέχισαν με ύφος δυσοίωνο αλλά και γεμάτο πόνο, «αυτό το δηλητήριο που την κατατρώει το έφτιαξε η ίδια και τρέχει μόνο μέσα της και πουθενά αλλού…» Κι αφού προσπάθησαν με απλά λόγια τα πεύκα να εξηγήσουν στα υπόλοιπα πλάσματα της Αντίπερα Όχθης τι είναι θυμός, καθώς τους κοιτούσαν απορημένα, οι Μέλισσες έκαναν τελικά την ερώτηση που εύχονταν ποτέ να μη χρειαζόταν να απαντήσουν: «Και ποιο είναι το αντίδοτο για το θυμό; Πώς μπορεί να γίνει και πάλι καλά η φίλη μας;»
Η θλίψη που σκέπασε λόφους και όχθη εκείνο το χειμώνα είναι μπηγμένη στη μνήμη όλων των πλασμάτων σαν αγκάθι. Όσο η Μάλβα έψαχνε τρόπους να εκδικηθεί τις Μέλισσες, να τις τιμωρήσει, να δικαιωθεί και να ξαναεδραιωθεί στην περιοχή ως η πιο αγαπητή και γενναιόδωρη όλων, έσβηνε χωρίς να το καταλαβαίνει, ώσπου μια μέρα δεν είχε πια απομείνει τίποτα από εκείνη. Δυστυχώς, όπως έμαθαν με το δυσκολότερο τρόπο όλοι οι φίλοι της τότε, ενώ αντίδοτα για τη λύπη, τη ζήλια, τη λαιμαργία, την γκρίνια υπήρχαν αρκετά, οι συνέπειες του θυμού είναι μη αναστρέψιμες…
«Τελικά γιατί θύμωσε η Μάλβα, σας είπε;» ρώτησε μια μελισσούλα την επόμενη άνοιξη το Ροδόδενδρο που ζούσε δίπλα στη φίλη τους.
«Κανείς δεν ξέρει… Είχε στενοχωρηθεί πολύ, όταν το φθινόπωρο σιγά-σιγά σταματήσατε να έρχεστε, αυτό το θυμάμαι καλά… Αλλά πέρα από αυτό δε μας είπε κάτι άλλο, δε μας μιλούσε καθόλου, για τίποτα, ήταν απορροφημένη από τον εαυτό της νομίζω…»
«Κι εμείς στενοχωρηθήκαμε που δεν υπήρχε πια χρόνος για να σας βλέπουμε, ξέρεις… Γιατί αν συνεχίζαμε να ερχόμαστε, δε θα μαζεύαμε αρκετή τροφή για τις μικρούλες της Βασίλισσάς μας και θα πέθαινε η κυψέλη μας! Ανυπομονούσαμε να ξανάρθει η άνοιξη, για να σας ξαναδούμε,» είπε βουρκωμένη και πρόσθεσε σιγανά, γυρνώντας το βλέμμα της στο άδειο σημείο όπου κάποτε άνθιζε η αγαπημένη τους φίλη: «Μας λείπεις πολύ, καλή μας Μάλβα!…»