Οι Σιφονιστές

«Από όλα τα πλάσματα του Σκότους,» μου είχε πει μια μέρα ο Ευγένιος, «οι καλύτεροι μασκαράδες είναι οι Σιφονιστές.»

Ο Ευγένιος είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που γνωρίζω να έχουν επισκεφθεί το Άπατο Βαρέλι. Πιθανολογώ ότι το Άπατο Βαρέλι δεν το έχεις καν ακουστά και οφείλω να σε διαβεβαιώσω ότι, αν εξαιρέσουμε τα πλάσματα του Σκότους, τα οποία είναι οι μόνιμοι κάτοικοί του, κανένας φυσιολογικός, με σώας τας φρένας άνθρωπος δε θα ήθελε να βρεθεί εκεί ούτε ως τουρίστας. Εκτός βέβαια από τον Ευγένιο και μερικούς ακόμα συναδέλφους του, οι οποίοι επισκέπτονται το Άπατο Βαρέλι με αυστηρά ερευνητικούς σκοπούς.

Το Άπατο Βαρέλι στα πολύ παλιά χρόνια αποτελούσε αδιαίρετο τμήμα του κόσμου που γνωρίζουμε σήμερα. Κατά τον Ευγένιο πάντα συνεχίζει να αποτελεί τμήμα του ακόμα και σήμερα. Επανειλημμένα μου έχει τονίσει ότι ούτε ευδιάκριτα σύνορα το περιβάλλουν, ούτε υπάρχει προειδοποιητική σήμανση τριγύρω· καταλαβαίνεις πού βρίσκεσαι όταν είσαι ήδη μέσα, αλλά και πάλι όχι πάντα.

Ένα άλλο απρόσμενο γνώρισμα του Άπατου Βαρελιού είναι η παραπλανητική αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς που αποπνέει στους ατυχείς επισκέπτες του – σα να μην έφυγες ποτέ από το σπίτι σου. Σ’ αυτό το γνώρισμα αναφέρεται και το ρεφρέν του τοπικού ύμνου που με πάθος και συγκίνηση τραγουδούν τα πλάσματα του Σκότους κατά τη διάρκεια των επεκτατικών τους επιθέσεων:

Σαν το Βαρέλι χίλια δυο τα μέρη αυτού του κόσμου
τα ήθη και τα έθιμα κι εδώ και παντού μοιάζουν,
κι εσύ το χείλος αν διαβείς θα δεις και μοναχός σου
η πλάση όλη μια κοψιά – και τύψεις μη σε σκιάζουν.

«Να παρακαλάς, λοιπόν, να μη βρεθείς κατά λάθος εκεί,» λέει κουνώντας το κεφάλι του ο Ευγένιος μισοαστεία – μισοσοβαρά, «γιατί αρκεί να πιστέψεις έστω και για μια στιγμή ότι δεν έφυγες από το σπίτι σου για να σε αφομοιώσουν. Και τότε…» Αφήνει τη φράση του να την ολοκληρώσει ένα αθώο γελάκι, λες και πρόκειται για γκάφα παιδική. Εγώ όμως το φοβάμαι αυτό το μέρος. Κι ας πηγαινοέρχεται εκεί ο Ευγένιος κάθε μέρα λες και είναι το γραφείο του. Και το φοβάμαι ακόμα περισσότερο από τότε που μου είπε για τους Σιφονιστές. Μάτι δεν έχω κλείσει έκτοτε (ναι, έχουν και τα Ράφια μάτια)…

Guest Story: Ο Κύριος στο Παγκάκι

Σε ένα παγκάκι στο πάρκο κάθεται ένας κύριος. Τα μάτια του είναι κλειστά. Το καπέλο που φορά του πέφτει συνεχώς στα μάτια. Όλο το φτιάχνει. Και αυτό όλο του ξαναπέφτει.

Περαστικοί τον παρακολουθούν από απόσταση, χωρίς να τον πλησιάζουν.

«Πρεζόνι είναι. Έχει στερητικό και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Δεν τον βλέπετε που όλο πάει να σηκωθεί και δεν μπορεί; Γι’ αυτό κάθεται τόση ώρα. Έχω δει εγώ σαν κι αυτόν χιλιάδες,» λέει ένας αστυνομικός πίνοντας τον φραπέ του.

Και γιατί δεν πάτε να τον συλλάβετε; Αφήνετε κακοποιά στοιχεία να τριγυρίζουν στο πάρκο που παίζουν τα παιδιά μας;» λέει μια κυρία παρατηρώντας έντρομη στο καθρεφτάκι της μια νέα ρυτίδα.

«Στέλνω μήνυμα τώρα αμέσως για ενισχύσεις,» λέει ο αστυνομικός, στέλνοντας μήνυμα στην φίλη του να συναντηθούν στο γνωστό ξενοδοχείο σε μισή ώρα.

«Δεν είναι πρεζόνι, άστεγος είναι ο καημένος. Δεν βλέπετε πόσο βρώμικα και ταλαιπωρημένα είναι τα ρούχα του; Κρίμα είναι, νέο παιδί, στην ηλικία του γιου μου, ίδιο μπόι, ίδια κιλά… Έχω πολλά ρούχα να του φέρω, τόσα ρούχα που δεν φορά πια ο γιος μου, δεν χρειάζεται ρούχα εκεί που είναι, αέρας έχει γίνει σε ένα μικρό στενό…» λέει μια κυρία σκουπίζοντας βιαστικά με ένα μαντήλι τα μάτια της, που έχουν πλημμυρίσει με δάκρυα.

Ακολουθεί σιωπή, που κρατά όμως μόνο ένα λεπτό. Ήχος από σακούλα με πατατάκια που ανοίγει. Πατατάκια που διαλύονται σχεδόν στιγμιαία στο στόμα ενός μικρού αγοριού.

Μητέρες πλησιάζουν για να απομακρύνουν τα μικρά κορίτσια από τον κύριο που κοιμάται στο παγκάκι…

«Μαμά, να πάω να δώσω στον κύριο πατατάκια;» ρωτά το μικρό αγόρι τη μαμά του.

«Να κάτσεις εδώ που κάθεσαι. Σου έχω πει, δε μιλάμε ποτέ με αγνώστους», λέει η μαμά τραβώντας με δύναμη το μικρό αγόρι κοντά της.

«Είναι ο Χριστός! Είναι ο Μεσσίας! Ήρθε για να μας σώσει!» λέει εντυπωσιασμένος ένας τύπος στο αρκουδάκι που κρατά στην αγκαλιά του.

Άμμος

Από στόμα σε στόμα έφτασε η ιστορία που θα σας πω σήμερα στην εγγονή του Μπέλλεκ, η οποία μού τη διηγήθηκε χωρίς ίχνος αμφιβολίας για την αλήθεια όσων μου έλεγε – και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, έχοντας ακούσει ήδη για τον Σεργκέι κι έχοντας γευτεί και η ίδια τις ευλογίες του γέρικου πλέον Δέντρου, έως ότου άφησε το μικρό χωριό της προς αναζήτηση αυτής της ζωής, που όλοι οι ευλογημένοι άνθρωποι νομίζουν ότι θα είναι καλύτερη από αυτή που ζούσαν μέχρι τώρα πριν τη ζήσουν.

[…] ένα βρέφος, το οποίο φοβόταν όσο τίποτα άλλο το θάνατο.

Η ιστορία μιλάει για τον ξερακιανό ερημίτη μάγο Σέραντ, ο οποίος για πολλά χρόνια κατοικούσε έξω από ένα μικροσκοπικό χωριό στις πλαγιές των Ουραλίων. Οι επισκέψεις του μάγου στο χωριό ήταν συχνές, αν και τότε κανείς δεν τον γνώριζε ως μάγο, παρά μόνο ως έναν ξερακιανό γεροξεκούτη ξένο, ο οποίος στις επισκέψεις του αντί απλώς να ζητήσει φαγητό, ρουχισμό και φιλοξενία, όπως θα περίμενε κανείς στην κατάστασή του, καλούσε με τη διαπεραστική του φωνή τους χωριανούς σε διαλόγους, βαρετές συζητήσεις για θέματα που ποτέ δεν είχαν απασχολήσει το μυαλό τους και ενοχλητικά κηρύγματα, κάθε φορά που κάποιος από αυτούς τύχαινε να ξεστομίσει άθελά του κάτι που τον προβλημάτιζε στην καθημερινότητά του.

Όταν ένας ταπεινός αγρότης του μιλούσε για το άγχος του για τη σοδειά του επόμενου χρόνου και για το πώς μετά βίας τα έβγαζε ήδη πέρα, ο Σέραντ του είπε ότι όση κι αν ήταν η σοδειά του τον επόμενο χρόνο, η ψυχή του δε θα γαλήνευε ποτέ, αν δεν καταλάβαινε ότι το άγχος του, το οποίο τον είχε φέρει σε ρήξη και με τους φίλους του και με την έγκυο γυναίκα του, ήταν η πείνα και ο φόβος ενός βρέφους και τίποτα άλλο.