Ο Δρόμος με τα Πλατάνια

Στο Δρόμο με τα Πλατάνια είχε μεγαλώσει η Χριστίνα, κι αυτόν το δρόμο αγάπησε όσο κανέναν άλλο, όπου κι αν την τοποθέτησε το Μαγικό Χέρι της Μοίρας στην ενήλικη ζωή της, όσο όμορφα κι αν ήταν τα μέρη που έζησε, όσο όμορφες στιγμές κι αν έζησε εκεί.

«Δεν έχω παράπονο,» μου εκμυστηρεύθηκε ένα μεσημέρι, καθώς πίναμε το τσάι μας στη βεράντα του διαμερίσματός της. «Δεν έχω περάσει άσχημα στη ζωή μου, ούτε είχα και την τέλεια παιδική ηλικία. Έχω πολλές άσχημες αναμνήσεις από τον καιρό που ήμουν παιδί κι ομολογώ ότι πολλές από αυτές με στοιχειώνουν ακόμα. Πώς γίνεται όμως κι όταν επιστρέψω στο Δρόμο με τα Πλατάνια λαχταράω τόσο πολύ να ξαναγίνω παιδί; Περίεργο δεν είναι;»

Σκέφτομαι κι εγώ συχνά το δικά μου παιδικά χρόνια, πόσο αγάπησα το αλσύλλιο στο οποίο μεγάλωσα ως δέντρο, πριν γίνω το μποέμ αυτό Ράφι που γνωρίζεις… Κι αν δεν πέρασα καταιγίδες κι ανέμους που με ταλαιπώρησαν όσο τίποτ’ άλλο σ’ εκείνο το ύψωμα που βρισκόταν το σπίτι μου. Κι όμως, αν από Ράφι μπορούσα να ξαναγίνω δέντρο, σ’ εκείνο το αλσύλλιο θα πήγαινα να ξαναζήσω! Περίεργο δεν είναι;

Εκείνοι που έμειναν για πάντα εκεί παρέα πάλι με όσους έφυγαν και ξαναγύρισαν – κι εγώ που έμεινα μακριά να τους κοιτάζω από απόσταση και να τους ζηλεύω…

Η Χριστίνα παίζει με τη χρυσή βέρα της καθώς κοιτάζει απέναντι τον κατάφυτο λόφο που αγναντεύει το εντυπωσιακό κτίριο, στο ρετιρέ του οποίου έχει στεγάσει την πολυάσχολη ζωή της, στα σαράντα πέντε της πλέον χρόνια, με την αγαπημένη οικογένειά της και την πιστή της οικιακή βοηθό. Κοιτάζει απέναντι ονειροπόλα, καθώς πίνει μια μικρή γουλιά από το τσάι της. Ακόμα κι όταν σφίγγει τα χείλη της στο χείλος του φλιτζανιού, δε διακρίνεται το παραμικρό σημάδι του χρόνου στο γοητευτικό πρόσωπό της. Μόνο αν τύχει και την κοιτάξεις σε κάποια από τις σπάνιες αυτές στιγμές της νοσταλγίας της, μπορείς να δεις στο βλέμμα της πόσα (χρόνια και όχι μόνο) έχει αφήσει πίσω της. Περίεργο δεν είναι;

Οι Σιφονιστές

«Από όλα τα πλάσματα του Σκότους,» μου είχε πει μια μέρα ο Ευγένιος, «οι καλύτεροι μασκαράδες είναι οι Σιφονιστές.»

Ο Ευγένιος είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που γνωρίζω να έχουν επισκεφθεί το Άπατο Βαρέλι. Πιθανολογώ ότι το Άπατο Βαρέλι δεν το έχεις καν ακουστά και οφείλω να σε διαβεβαιώσω ότι, αν εξαιρέσουμε τα πλάσματα του Σκότους, τα οποία είναι οι μόνιμοι κάτοικοί του, κανένας φυσιολογικός, με σώας τας φρένας άνθρωπος δε θα ήθελε να βρεθεί εκεί ούτε ως τουρίστας. Εκτός βέβαια από τον Ευγένιο και μερικούς ακόμα συναδέλφους του, οι οποίοι επισκέπτονται το Άπατο Βαρέλι με αυστηρά ερευνητικούς σκοπούς.

Το Άπατο Βαρέλι στα πολύ παλιά χρόνια αποτελούσε αδιαίρετο τμήμα του κόσμου που γνωρίζουμε σήμερα. Κατά τον Ευγένιο πάντα συνεχίζει να αποτελεί τμήμα του ακόμα και σήμερα. Επανειλημμένα μου έχει τονίσει ότι ούτε ευδιάκριτα σύνορα το περιβάλλουν, ούτε υπάρχει προειδοποιητική σήμανση τριγύρω· καταλαβαίνεις πού βρίσκεσαι όταν είσαι ήδη μέσα, αλλά και πάλι όχι πάντα.

Ένα άλλο απρόσμενο γνώρισμα του Άπατου Βαρελιού είναι η παραπλανητική αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς που αποπνέει στους ατυχείς επισκέπτες του – σα να μην έφυγες ποτέ από το σπίτι σου. Σ’ αυτό το γνώρισμα αναφέρεται και το ρεφρέν του τοπικού ύμνου που με πάθος και συγκίνηση τραγουδούν τα πλάσματα του Σκότους κατά τη διάρκεια των επεκτατικών τους επιθέσεων:

Σαν το Βαρέλι χίλια δυο τα μέρη αυτού του κόσμου
τα ήθη και τα έθιμα κι εδώ και παντού μοιάζουν,
κι εσύ το χείλος αν διαβείς θα δεις και μοναχός σου
η πλάση όλη μια κοψιά – και τύψεις μη σε σκιάζουν.

«Να παρακαλάς, λοιπόν, να μη βρεθείς κατά λάθος εκεί,» λέει κουνώντας το κεφάλι του ο Ευγένιος μισοαστεία – μισοσοβαρά, «γιατί αρκεί να πιστέψεις έστω και για μια στιγμή ότι δεν έφυγες από το σπίτι σου για να σε αφομοιώσουν. Και τότε…» Αφήνει τη φράση του να την ολοκληρώσει ένα αθώο γελάκι, λες και πρόκειται για γκάφα παιδική. Εγώ όμως το φοβάμαι αυτό το μέρος. Κι ας πηγαινοέρχεται εκεί ο Ευγένιος κάθε μέρα λες και είναι το γραφείο του. Και το φοβάμαι ακόμα περισσότερο από τότε που μου είπε για τους Σιφονιστές. Μάτι δεν έχω κλείσει έκτοτε (ναι, έχουν και τα Ράφια μάτια)…

Guest Story: Ο Κύριος στο Παγκάκι

Σε ένα παγκάκι στο πάρκο κάθεται ένας κύριος. Τα μάτια του είναι κλειστά. Το καπέλο που φορά του πέφτει συνεχώς στα μάτια. Όλο το φτιάχνει. Και αυτό όλο του ξαναπέφτει.

Περαστικοί τον παρακολουθούν από απόσταση, χωρίς να τον πλησιάζουν.

«Πρεζόνι είναι. Έχει στερητικό και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Δεν τον βλέπετε που όλο πάει να σηκωθεί και δεν μπορεί; Γι’ αυτό κάθεται τόση ώρα. Έχω δει εγώ σαν κι αυτόν χιλιάδες,» λέει ένας αστυνομικός πίνοντας τον φραπέ του.

Και γιατί δεν πάτε να τον συλλάβετε; Αφήνετε κακοποιά στοιχεία να τριγυρίζουν στο πάρκο που παίζουν τα παιδιά μας;» λέει μια κυρία παρατηρώντας έντρομη στο καθρεφτάκι της μια νέα ρυτίδα.

«Στέλνω μήνυμα τώρα αμέσως για ενισχύσεις,» λέει ο αστυνομικός, στέλνοντας μήνυμα στην φίλη του να συναντηθούν στο γνωστό ξενοδοχείο σε μισή ώρα.

«Δεν είναι πρεζόνι, άστεγος είναι ο καημένος. Δεν βλέπετε πόσο βρώμικα και ταλαιπωρημένα είναι τα ρούχα του; Κρίμα είναι, νέο παιδί, στην ηλικία του γιου μου, ίδιο μπόι, ίδια κιλά… Έχω πολλά ρούχα να του φέρω, τόσα ρούχα που δεν φορά πια ο γιος μου, δεν χρειάζεται ρούχα εκεί που είναι, αέρας έχει γίνει σε ένα μικρό στενό…» λέει μια κυρία σκουπίζοντας βιαστικά με ένα μαντήλι τα μάτια της, που έχουν πλημμυρίσει με δάκρυα.

Ακολουθεί σιωπή, που κρατά όμως μόνο ένα λεπτό. Ήχος από σακούλα με πατατάκια που ανοίγει. Πατατάκια που διαλύονται σχεδόν στιγμιαία στο στόμα ενός μικρού αγοριού.

Μητέρες πλησιάζουν για να απομακρύνουν τα μικρά κορίτσια από τον κύριο που κοιμάται στο παγκάκι…

«Μαμά, να πάω να δώσω στον κύριο πατατάκια;» ρωτά το μικρό αγόρι τη μαμά του.

«Να κάτσεις εδώ που κάθεσαι. Σου έχω πει, δε μιλάμε ποτέ με αγνώστους», λέει η μαμά τραβώντας με δύναμη το μικρό αγόρι κοντά της.

«Είναι ο Χριστός! Είναι ο Μεσσίας! Ήρθε για να μας σώσει!» λέει εντυπωσιασμένος ένας τύπος στο αρκουδάκι που κρατά στην αγκαλιά του.