Για το μικρό παράδεισο στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου σας έχω ήδη μιλήσει, σήμερα λοιπόν είναι καιρός να σας πω και για έναν από τους πρώτους κατοίκους του. Η Μάλβα ήταν αγριομολόχα, κι ανάμεσα σ’ όλα τα φυτά της μικρής κοιλάδας που οδηγεί στο δάσος ήταν από τα πιο «φορτωμένα» κι όμορφα. Όταν έβγαινες από το βούρκο του Βάλτου και κοίταζες μπροστά, το λαμπερό μωβ φως που αντανακλούσαν τα εκατοντάδες άνθη της ήταν ο πρώτος οιωνός της ομορφιάς που επρόκειτο ν’ αντικρίσεις προχωρώντας.
Η Μάλβα στην Αντίπερα Όχθη ήταν αγαπητή σε όλους τους υπόλοιπους θάμνους και τα δέντρα. Οι στενότεροι φίλοι της ήταν αυτοί που βρίσκονταν κοντά της, είχε όμως και πολλούς φίλους βαθιά μέσα στο δάσος, με τους οποίους τη βοηθούσαν να επικοινωνεί οι εκατοντάδες χιλιάδες Μέλισσες που ζουν εκεί· κι όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, είχε πιάσει φιλίες και με τις Μέλισσες τις ίδιες, οι οποίες χαίρονταν κάθε άνοιξη να πίνουν από το νέκταρ της και να μαζεύουν τη γύρη της. Ήταν, εξάλλου, πολύ ανθοφόρος και γενναιόδωρος θάμνος!…
Ένιωθε σαν βασίλισσα χωρίς αυλή, έτσι όπως βρέθηκε ξαφνικά από το προσκήνιο στο ακροατήριο.
«Καλή σου μέρα, Μάλβα!» ζουζούνιζαν κάθε πρωί οι Μέλισσες, «καλώς τα κορίτσια!» αποκρινόταν εκείνη χαρωπά, και άρχιζε το φαγοπότι για τις μικρές εργάτριες και η κουβεντούλα για κείνη. «Τα πεύκα του δάσους λένε ότι φέτος ο χειμώνας θα είναι πιο μαλακός», τής είπε μπουκωμένη μια μικροσκοπική μελισσούλα που μετά βίας μπορούσε να κρατηθεί στον αέρα από το βάρος του νέκταρ που είχε μαζέψει. «Ευτυχώς,» αναστέναξε εκείνη ανακουφισμένη, «γιατί ο περσινός με δοκίμασε πολύ!» «Έμαθες για τους νέους κατοίκους της Καστανιάς στον ανατολικό λόφο;» τη ρώτησε μια άλλη, λιγότερο λαίμαργη εργάτρια. «Όχι, για πες…»
Και κάπως έτσι μάθαινε η Μάλβα για τους φίλους της, τα φυτά και τα δέντρα του δάσους, για τα ζώα και τα πουλιά που φώλιαζαν πάνω τους και για όσα διαισθάνονταν και προφήτευαν τα γηραιότερα και σοφότερα ανάμεσά τους. Με τη σειρά της κι εκείνη έλεγε τα νέα της περιοχής στις Μέλισσες, και κάπως έτσι κοιλάδα και λόφοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έπιαναν φιλίες, ενίοτε τσακώνονταν κιόλας (ποιος θα ξεχάσει, άραγε, την παρεξήγηση που αποξένωσε την Πετούνια από τη Λευκή Τρούφα – γι’ αυτή θα σας πω κάποια άλλη φορά), αλλά και φίλιωναν αργά ή γρήγορα, καθώς σ’ εκείνο το μικρό παράδεισο καμιά διχόνοια δεν μπορεί να ευδοκιμήσει για πολύ.