Η Μάλβα

Για το μικρό παράδεισο στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου σας έχω ήδη μιλήσει, σήμερα λοιπόν είναι καιρός να σας πω και για έναν από τους πρώτους κατοίκους του. Η Μάλβα ήταν αγριομολόχα, κι ανάμεσα σ’ όλα τα φυτά της μικρής κοιλάδας που οδηγεί στο δάσος ήταν από τα πιο «φορτωμένα» κι όμορφα. Όταν έβγαινες από το βούρκο του Βάλτου και κοίταζες μπροστά, το λαμπερό μωβ φως που αντανακλούσαν τα εκατοντάδες άνθη της ήταν ο πρώτος οιωνός της ομορφιάς που επρόκειτο ν’ αντικρίσεις προχωρώντας.

Η Μάλβα στην Αντίπερα Όχθη ήταν αγαπητή σε όλους τους υπόλοιπους θάμνους και τα δέντρα. Οι στενότεροι φίλοι της ήταν αυτοί που βρίσκονταν κοντά της, είχε όμως και πολλούς φίλους βαθιά μέσα στο δάσος, με τους οποίους τη βοηθούσαν να επικοινωνεί οι εκατοντάδες χιλιάδες Μέλισσες που ζουν εκεί· κι όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, είχε πιάσει φιλίες και με τις Μέλισσες τις ίδιες, οι οποίες χαίρονταν κάθε άνοιξη να πίνουν από το νέκταρ της και να μαζεύουν τη γύρη της. Ήταν, εξάλλου, πολύ ανθοφόρος και γενναιόδωρος θάμνος!…

Ένιωθε σαν βασίλισσα χωρίς αυλή, έτσι όπως βρέθηκε ξαφνικά από το προσκήνιο στο ακροατήριο.

«Καλή σου μέρα, Μάλβα!» ζουζούνιζαν κάθε πρωί οι Μέλισσες, «καλώς τα κορίτσια!» αποκρινόταν εκείνη χαρωπά, και άρχιζε το φαγοπότι για τις μικρές εργάτριες και η κουβεντούλα για κείνη. «Τα πεύκα του δάσους λένε ότι φέτος ο χειμώνας θα είναι πιο μαλακός», τής είπε μπουκωμένη μια μικροσκοπική μελισσούλα που μετά βίας μπορούσε να κρατηθεί στον αέρα από το βάρος του νέκταρ που είχε μαζέψει. «Ευτυχώς,» αναστέναξε εκείνη ανακουφισμένη, «γιατί ο περσινός με δοκίμασε πολύ!» «Έμαθες για τους νέους κατοίκους της Καστανιάς στον ανατολικό λόφο;» τη ρώτησε μια άλλη, λιγότερο λαίμαργη εργάτρια. «Όχι, για πες…»

Και κάπως έτσι μάθαινε η Μάλβα για τους φίλους της, τα φυτά και τα δέντρα του δάσους, για τα ζώα και τα πουλιά που φώλιαζαν πάνω τους και για όσα διαισθάνονταν και προφήτευαν τα γηραιότερα και σοφότερα ανάμεσά τους. Με τη σειρά της κι εκείνη έλεγε τα νέα της περιοχής στις Μέλισσες, και κάπως έτσι κοιλάδα και λόφοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έπιαναν φιλίες, ενίοτε τσακώνονταν κιόλας (ποιος θα ξεχάσει, άραγε, την παρεξήγηση που αποξένωσε την Πετούνια από τη Λευκή Τρούφα – γι’ αυτή θα σας πω κάποια άλλη φορά), αλλά και φίλιωναν αργά ή γρήγορα, καθώς σ’ εκείνο το μικρό παράδεισο καμιά διχόνοια δεν μπορεί να ευδοκιμήσει για πολύ.

Οι Τρεις Πένες

Τον Χριστόφορο όλοι τον γνωρίζουν. Είναι ίσως από τους πιο καταξιωμένους δημοσιογράφους και συγγραφείς της γενιάς του. «Παλιάς κοπής», θα μπορούσε να πει κανείς, ακόμα και σήμερα δυσκολεύεται να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του και να μοιραστεί πληροφορίες με το πληκτρολόγιο. Κάθε είδηση, κάθε ιστορία, κάθε ανάμνηση του Χριστόφορου γεννιέται από το μελάνι μιας πένας.

Η πένα αυτή είναι η μόνη που του έχει μείνει από το σετ που του είχε κάνει δώρο στην αποφοίτησή του από τη σχολή κάποιος φίλος του, το όνομα του οποίου ποτέ δεν έμαθε. Απλώς ήταν κι αυτό το δώρο στοιβαγμένο μαζί με άλλα μετά την τελετή στο γιορτινό τραπέζι στο οποίο είχε προσκαλέσει την παρέα του, μόνο που σε αντίθεση με τα άλλα πακέτα, από αυτό έλειπε και κάρτα και όνομα.

[…]σύντομα ο Χριστόφορος άρχισε να βλέπει την πένα του σα μια φίλη από το πουθενά, η οποία ήταν εκεί κάθε στιγμή, για να του τονώνει την αυτοπεποίθηση και να του παρουσιάζει τον εαυτό του με τρόπους που ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος έβλεπε…

«Τη μισώ αυτή την πένα,» μου είχε πει μια μέρα. «Μακάρι να είχε σπάσει αυτή κι όχι οι άλλες δύο. Δεν ξέρω γιατί έπρεπε να μου μείνει αυτή αμανάτι από όλο το σετ!» Κι ίσως είχε δίκιο, αν αναλογιστεί κανείς τι πένες ήταν οι άλλες δύο. Κι εγώ ο ίδιος νόμιζα ότι με κορόιδευε, όταν μου μιλούσε γι’ αυτές, παρόλο που γνωρίζω καλύτερα απ’ τον καθένα ότι ο Χριστόφορος και ειλικρινής είναι και έχει απολύτως σώας τας φρένας.

Οι πένες του σετ ήταν τρεις και έμοιαζαν ολόιδιες. Την πρώτη ξεκίνησε να τη χρησιμοποιεί περίπου την περίοδο που είχε ξεκινήσει να δουλεύει πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Στεκόταν σταθερή ανάμεσα στα δάχτυλά του και γλιστρούσε πάνω στο χαρτί με αβίαστη κομψότητα. Ώσπου μια μέρα, εκεί που άνοιγε τα κιτάπια του για να συνεχίσει το γράψιο της προηγούμενης, ο Χριστόφορος είδε κάτω από την τελευταία αράδα με ξένο γραφικό χαρακτήρα γραμμένη αυτή τη φράση: «Καλημέρα, Χριστόφορε! Στις ομορφιές σου σήμερα, όπως πάντα! Ξεκινάμε;» Ντροπαλός και ψιλοακοινώνητος όπως ήταν ο Χριστόφορος τότε, γέλασε με την καρδιά του διαβάζοντάς τη. Γέλασε από αμηχανία, γέλασε με το απίστευτο για κείνον κομπλιμέντο, και τέλος γέλασε με τον εαυτό του που, αντί να ανησυχήσει για το ποιος άλλος θα μπορούσε να χρησιμοποιεί την πένα και τα τετράδιά του, απλώς το διασκέδαζε. Μόνο όταν, εξουθενωμένος και νυσταγμένος 14 ώρες αργότερα είδε την πένα να σχηματίζει τη φράση «ας μην κουράσουμε άλλο το πανέξυπνο μυαλό σου, και αύριο μέρα είναι…» συνειδητοποίησε ότι η πένα του δεν ήταν μια συνηθισμένη πένα…

Ο Πειρατής και το Πιάνο

Λένε πως οι καλύτεροι κυνηγοί του κόσμου δεν πιάνουν άγρια λιοντάρια, πολύχρωμα εξωτικά πουλιά και πελώριες φάλαινες. Λένε ότι οι καλύτεροι κυνηγοί του κόσμου πιάνουν τα όνειρά τους.

Η ιστορία που θα σας πω όμως σήμερα δε μιλάει για έναν κυνηγό, αλλά για έναν Πειρατή. Ο Πειρατής μας λέγεται Λούκας, και το καράβι του είναι ένα από τα ομορφότερα και συνάμα τρομερότερα καράβια που έχουν ποτέ φιλοξενήσει οι ωκεανοί! Είναι καμωμένο με το πιο γερό ξύλο που υπάρχει, κι αν αυτό δε σας εντυπωσιάζει, πού να δείτε την καμπίνα του Καπετάνιου!

Η καμπίνα του Λούκα είναι σα θησαυροφυλάκιο. Και τι δεν έχει μέσα: Παλιά σεντούκια με χρυσά και ασημένια σκεύη που ξέθαψε από τους βυθούς, εντυπωσιακά κοσμήματα στολισμένα με πολύχρωμα πετράδια, που τα βρήκε σε κρυψώνες δίπλα στο κύμα, συλλογές από αστραφτερά μπιχλιμπίδια που τα έκλεψε για κείνον η θάλασσα και του τα χάρισε στα πάμπολλα ταξίδια του… Όλα ομορφα τακτοποιημένα σε θήκες, ντουλάπια με βιτρίνες και ράφια σε κάθε γωνιά και κάθε τοίχο της καμπίνας του, ώστε να μπορεί να τα θαυμάζει από την αναπαυτική του πολυθρόνα πίνοντας ρούμι.Αυτή η καμπίνα λοιπόν ήταν ένας μικρός παράδεισος για το Λούκα. Ήταν το μέρος όπου χαλάρωνε μετά από μια κουραστική μέρα γεμάτη μάχες και πλιάτσικα. Ήταν το μέρος όπου έβρισκε γαλήνη κι ηρεμία, όταν κόπαζαν οι φουρτούνες κι οι θύελλες. Ήταν η φωλιά του.

Μακάρι να υπήρχαν λέξεις για να περιγράψουν την άγρια χαρά που πλημμύρισε το Λούκα, όταν κατάλαβε τι ήταν ο θησαυρός που είχε στα χέρια του.

Περνούσε όμως ο καιρός, κι όπως είναι πάντα γραφτό να συμβαίνει, ήρθε και η μέρα που ο Λούκας ανακάλυψε έναν θησαυρό αλλιώτικο από τους άλλους. Είχε σαλπάρει από νωρίς για μια συστάδα βράχων στη μέση του πελάγους, όχι πολύ μακριά από το αγκυροβόλι του, πεπεισμένος ότι οι σπηλιές που τόσους αιώνες σκάλιζε πάνω τους το κύμα θα ήταν γεμάτες πολύτιμες εκπλήξεις. Βουτώντας λοιπόν αχόρταγα στα παγωμένα νερά έψαχνε…Και ψάχνοντας τον πρόλαβε, βιαστική καθώς είναι, η νύχτα του χειμώνα. Και μέσα στο σκοτάδι κολυμπώντας σε σπηλιές δίχως οροφή και σπηλιές δίχως πυθμένα τελικά το είδε: Ένα χλωμό λαμπύρισμα ζωγράφιζε χρυσούς ιστούς στο νερό… Τι μπορεί να ήταν;