Η Κηροποιός

Εκείνο το χιονισμένο πρωί του Δεκέμβρη για πρώτη φορά μετά από εξήντα πέντε χρόνια το κηροπωλείο της κυρα-Λένας ήταν κλειστό. Τι να της είχε συμβεί άραγε; Οι περαστικοί κοιτούσαν την κλειδωμένη πόρτα και τα κατεβασμένα στόρια, κοντοστέκονταν μια στιγμή μπροστά στο ασυνήθιστο θέαμα, κι αμέσως μετά συνέχιζαν το δρόμο τους.

Κατά βάθος όμως όλοι ανησυχούσαν για την κυρα-Λένα. Η γριούλα ήταν πάνω από ενενήντα χρονών, κι όλη της τη ζωή την περνούσε πλάθοντας κεριά στο μικρό της μαγαζάκι, το οποίο δεν έκλεινε ποτέ. Η μόνη μέρα που είχε μείνει κλειστό, ήταν εκείνη που κήδεψε το μοναχογιό της λίγα χρόνια νωρίτερα.

Είχε κρατήσει το κηροπωλείο ανοιχτό μέχρι αργά, ώσπου όλοι οι φίλοι της να προλάβουν να περάσουν από εκεί και να πάρουν ό,τι είχε απομείνει.

Τα κεριά της κυρα-Λένας είχαν μεγάλη ιστορία στη μικρή κωμόπολη, κι από στόμα σε στόμα η φήμη τους είχε εξαπλωθεί στις γύρω πόλεις. Δεν έπλαθε μόνο κεριά για τις εκκλησιές και για τις θρησκευτικές τελετουργίες των πιστών. Έφτιαχνε μικρά και μεγάλα κομψοτεχνήματα, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα υλικά: Κεριά πλασμένα με αποστάγματα φυτών και καρπών, κεριά διακοσμημένα με αποξηραμένα άνθη, εντυπωσιακές πέτρες και μπαχαρικά, κεριά που μοσχοβολούσαν από δρόμους μακριά, κεριά χρωματισμένα, με τα οποία «ζωγράφιζε» τεράστιες πλάκες ικανές να καλύψουν τοίχους ολόκληρους, κεριά που θα μπορούσαν να στολίσουν παλάτια.

Τα Εγώπτερα

Πάνε πολλές δεκαετίες που η επιστήμη πασχίζει να εξηγήσει πέρα από κάθε αμφιβολία την αιτία που οδήγησε στην εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Τολμώ μάλιστα να πω ότι η οριστική απάντηση θα αργήσει να δοθεί, καθώς ακόμα οι έρευνές της δεν την έχουν οδηγήσει καν στην ανακάλυψη των εγώπτερων.

Το πρώτο εγώπτερο εμφανίστηκε την περίοδο ακμής των πτεροδάκτυλων δεινοσαύρων ως ατυχής μετάλλαξη. Μεγάλος ήταν ο προβληματισμός που προκλήθηκε από την εμφάνισή του μεταξύ των ομοειδών του και πολλές οι πηγές του κακού που αναζητήθηκαν από τους σύγχρονούς του δεινοφιλοσόφους: Έφταιγε μήπως η κακή διατροφή των γονιών; Έφταιγε ο τρόπος με τον οποίο είχαν μεγαλώσει το πρώτο εγώπτερο, το μικρό τους πριγκιπόπουλο που δεύτερο στον κόσμο δεν υπήρχε; Μήπως απλώς είχε έρθει το άγραφο πλήρωμα κάποιου χρόνου;

Μπορούσαν πλέον να κοιμούνται ήσυχοι ότι το εγώπτερό τους θα πετύχαινε τα πάντα στη ζωή του, δε θα πιανόταν ποτέ κορόιδο και θα έβγαινε πάντα αλώβητος νικητής!

Παράλληλα με τον παραπάνω προβληματισμό αναπτύχθηκαν νέες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση των μικρών πτεροδάκτυλων, ώστε να εξασφαλιστεί η ανεμπόδιστη ένταξη του μικρού εγώπτερου στην ομάδα τους και η ισότιμη αντιμετώπισή του στο σχολικό γίγνεσθαι. Το μικρό εγώπτερο, το οποίο οι γονείς του ονόμασαν Γωγώ, γρήγορα έκανε πολλούς φίλους, καθώς είχε μεγάλο ταλέντο στο να ψυχαγωγεί με τα καμώματά του τα άλλα μικρά πτεροδάχτυλα, παρόλο που μέρα με τη μέρα ανακάλυπτε συνεχώς ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε εκ γενετής τα πάντα. Έκρυβε όμως τις αδυναμίες του αποτελεσματικά, αψηφούσε πεισματικά ο,τιδήποτε μπορούσε να απειλήσει την αυτοεικόνα του και συνέχιζε να διεκδικεί ασταμάτητα προσοχή, αποδοχή και θαυμασμό.

Το Παγόνι στο Βάλτο

Είναι περίεργα τα ταξίδια της ζωής, κι από τα πιο περίεργα ήταν αυτό που έφερε το πανέμορφο Παγόνι στο Βάλτο.

Ούτε το ίδιο του δε θυμάται πώς βρέθηκε εκεί και πόσο καιρό έχει μείνει στα βρώμικα λημέρια του. Όταν ήταν μικρό ακόμα άκουγε για το Βάλτο από τα άλλα ζώα του Δάσους – μπορούσε σχεδόν ν’ αγγίξει τη φρίκη στη φωνή τους, όταν μιλούσαν γι’ αυτόν, και τον οίκτο κάθε φορά που μνημόνευαν τα άλλα ζώα, που ήταν καταδικασμένα να ζουν εκεί.

«Γιατί, μαμά, κάποια ζώα πρέπει να ζουν στο βαλτότοπο;» είχε ρωτήσει κάποτε το μικρό τότε Παγόνι τη μητέρα του.
«Κανείς δε γνωρίζει, αγάπη μου… Κάποια ζώα γεννιούνται εκεί, άλλα γεννιούνται εδώ, μα κάποια στιγμή χάνονται… Κι υπάρχουν και κάποια ζώα που έρχονται σ’ εμάς από το πουθενά – αυτά πρέπει να είναι παιδιά του Βάλτου, όμως ποτέ δεν το ομολογούν, ποτέ δε μας λένε από πού ήρθαν…»

Ξέρω πόσο ζουν τα Παγόνια, εγώ όμως δεν είμαι πλέον Παγόνι. Πόσος χρόνος άραγε να μου μένει;

Το πιο σεβάσμιο και σοφό ζώο στο Δάσος εκείνη την εποχή ήταν ένας Γερόλυκος. Είχε ζήσει περισσότερο από κάθε άλλο λύκο της φυλής του, κι όλοι τον θαύμαζαν για την πραότητα της ψυχής και τη διαύγεια του μυαλού του. Αυτό όμως που θαύμαζαν περισσότερο σ’ εκείνον ήταν τα συχνά ταξίδια του στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου. «Δεν είναι ποτέ τόσο μακρύς ο δρόμος, όσο φαντάζεστε,» τους διηγιόταν κάθε φορά που επέστρεφε. «Και μόλις περάσεις το Βάλτο και φτάσεις απέναντι, η ομορφιά που αντικρύζεις κάνει το σπίτι μας εδώ να μοιάζει με φτωχό καλυβάκι…»