Εκείνο το χιονισμένο πρωί του Δεκέμβρη για πρώτη φορά μετά από εξήντα πέντε χρόνια το κηροπωλείο της κυρα-Λένας ήταν κλειστό. Τι να της είχε συμβεί άραγε; Οι περαστικοί κοιτούσαν την κλειδωμένη πόρτα και τα κατεβασμένα στόρια, κοντοστέκονταν μια στιγμή μπροστά στο ασυνήθιστο θέαμα, κι αμέσως μετά συνέχιζαν το δρόμο τους.
Κατά βάθος όμως όλοι ανησυχούσαν για την κυρα-Λένα. Η γριούλα ήταν πάνω από ενενήντα χρονών, κι όλη της τη ζωή την περνούσε πλάθοντας κεριά στο μικρό της μαγαζάκι, το οποίο δεν έκλεινε ποτέ. Η μόνη μέρα που είχε μείνει κλειστό, ήταν εκείνη που κήδεψε το μοναχογιό της λίγα χρόνια νωρίτερα.
Είχε κρατήσει το κηροπωλείο ανοιχτό μέχρι αργά, ώσπου όλοι οι φίλοι της να προλάβουν να περάσουν από εκεί και να πάρουν ό,τι είχε απομείνει.
Τα κεριά της κυρα-Λένας είχαν μεγάλη ιστορία στη μικρή κωμόπολη, κι από στόμα σε στόμα η φήμη τους είχε εξαπλωθεί στις γύρω πόλεις. Δεν έπλαθε μόνο κεριά για τις εκκλησιές και για τις θρησκευτικές τελετουργίες των πιστών. Έφτιαχνε μικρά και μεγάλα κομψοτεχνήματα, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα υλικά: Κεριά πλασμένα με αποστάγματα φυτών και καρπών, κεριά διακοσμημένα με αποξηραμένα άνθη, εντυπωσιακές πέτρες και μπαχαρικά, κεριά που μοσχοβολούσαν από δρόμους μακριά, κεριά χρωματισμένα, με τα οποία «ζωγράφιζε» τεράστιες πλάκες ικανές να καλύψουν τοίχους ολόκληρους, κεριά που θα μπορούσαν να στολίσουν παλάτια.