Στο χωριό του Μπέλλεκ δεν έτυχε να πάω ποτέ. Μόνο από κοινούς φίλους και γνωστούς έχω ακούσει πόσο όμορφο είναι. Κι αν δεν το είχα ακουστά για την ομορφιά του, θα το γνώριζα για την τεράστια παραγωγή ξυλείας, στην οποία οφείλει την ευημερία του, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο για το Δέντρο, το οποίο οι ντόπιοι προστατεύουν σαν κόρη οφθαλμού και οι επισκέπτες θαυμάζουν απορώντας…Παλιότερα οι ντόπιοι πίστευαν ότι το Δέντρο ήταν δώρο των θεών. Σήμερα πιστεύουν ότι αν ποτέ χρειαστούν θεούς, το Δέντρο είναι αυτό που θα τους τους δώσει.
Το αξιοθαύμαστο με το Δέντρο αυτό είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις τι καρπό θα δώσει. Τα πρώτα χρόνια οι χωρικοί νόμιζαν ότι διάλεγε τους καρπούς που θα έδινε τυχαία, όμως τελικά συνειδητοποίησαν ότι κάθε χρονιά τους χάριζε ό,τι επρόκειτο άλλες συγκυρίες εκείνη την εποχή να τους στερήσουν. Όταν, για παράδειγμα, ο βαρύς χειμώνας του 1892 κατέστρεψε σχεδόν όλες τις κερασιές της περιοχής, το Δέντρο είχε δώσει τόσα κεράσια στο χωριό, που κανείς δεν ένιωσε την έλλειψή τους.
Σε δύο μήνες ο Σεργκέι και η οικογένειά του είχαν εδραιωθεί στη συνείδηση όλων ως οι καλύτεροι σύμμαχοι του χωριού προς την ευημερία, και δεν άργησε ο μικρός φίλος του Μπέλλεκ να οριστεί επίτιμο μέλος της Συνέλευσης με δικαίωμα ψήφου…
Όταν λοιπόν ο Μπέλλεκ ήταν ακόμα παιδί, πριν μάθει καλά-καλά να μιλάει, κι ενώ μια μέρα έπαιζε ανέμελα στο δάσος κλοτσώντας και κυνηγώντας στους κατήφορους πέτρες και καρύδια, άκουσε πίσω του μια άγρια και βροντερή φωνή να του λέει:
«Έι, κλεφτρόνι! Τα καρύδια που σκορπάς είναι δικά μου! Φέρ’ τα πίσω αμέσως και δίνε του, πριν σε κάνουμε τόπι στο ξύλο εγώ κι η οικογένειά μου!»