Από στόμα σε στόμα έφτασε η ιστορία που θα σας πω σήμερα στην εγγονή του Μπέλλεκ, η οποία μού τη διηγήθηκε χωρίς ίχνος αμφιβολίας για την αλήθεια όσων μου έλεγε – και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, έχοντας ακούσει ήδη για τον Σεργκέι κι έχοντας γευτεί και η ίδια τις ευλογίες του γέρικου πλέον Δέντρου, έως ότου άφησε το μικρό χωριό της προς αναζήτηση αυτής της ζωής, που όλοι οι ευλογημένοι άνθρωποι νομίζουν ότι θα είναι καλύτερη από αυτή που ζούσαν μέχρι τώρα πριν τη ζήσουν.
[…] ένα βρέφος, το οποίο φοβόταν όσο τίποτα άλλο το θάνατο.
Η ιστορία μιλάει για τον ξερακιανό ερημίτη μάγο Σέραντ, ο οποίος για πολλά χρόνια κατοικούσε έξω από ένα μικροσκοπικό χωριό στις πλαγιές των Ουραλίων. Οι επισκέψεις του μάγου στο χωριό ήταν συχνές, αν και τότε κανείς δεν τον γνώριζε ως μάγο, παρά μόνο ως έναν ξερακιανό γεροξεκούτη ξένο, ο οποίος στις επισκέψεις του αντί απλώς να ζητήσει φαγητό, ρουχισμό και φιλοξενία, όπως θα περίμενε κανείς στην κατάστασή του, καλούσε με τη διαπεραστική του φωνή τους χωριανούς σε διαλόγους, βαρετές συζητήσεις για θέματα που ποτέ δεν είχαν απασχολήσει το μυαλό τους και ενοχλητικά κηρύγματα, κάθε φορά που κάποιος από αυτούς τύχαινε να ξεστομίσει άθελά του κάτι που τον προβλημάτιζε στην καθημερινότητά του.
Όταν ένας ταπεινός αγρότης του μιλούσε για το άγχος του για τη σοδειά του επόμενου χρόνου και για το πώς μετά βίας τα έβγαζε ήδη πέρα, ο Σέραντ του είπε ότι όση κι αν ήταν η σοδειά του τον επόμενο χρόνο, η ψυχή του δε θα γαλήνευε ποτέ, αν δεν καταλάβαινε ότι το άγχος του, το οποίο τον είχε φέρει σε ρήξη και με τους φίλους του και με την έγκυο γυναίκα του, ήταν η πείνα και ο φόβος ενός βρέφους και τίποτα άλλο.