Τα Εγώπτερα

Πάνε πολλές δεκαετίες που η επιστήμη πασχίζει να εξηγήσει πέρα από κάθε αμφιβολία την αιτία που οδήγησε στην εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Τολμώ μάλιστα να πω ότι η οριστική απάντηση θα αργήσει να δοθεί, καθώς ακόμα οι έρευνές της δεν την έχουν οδηγήσει καν στην ανακάλυψη των εγώπτερων.

Το πρώτο εγώπτερο εμφανίστηκε την περίοδο ακμής των πτεροδάκτυλων δεινοσαύρων ως ατυχής μετάλλαξη. Μεγάλος ήταν ο προβληματισμός που προκλήθηκε από την εμφάνισή του μεταξύ των ομοειδών του και πολλές οι πηγές του κακού που αναζητήθηκαν από τους σύγχρονούς του δεινοφιλοσόφους: Έφταιγε μήπως η κακή διατροφή των γονιών; Έφταιγε ο τρόπος με τον οποίο είχαν μεγαλώσει το πρώτο εγώπτερο, το μικρό τους πριγκιπόπουλο που δεύτερο στον κόσμο δεν υπήρχε; Μήπως απλώς είχε έρθει το άγραφο πλήρωμα κάποιου χρόνου;

Μπορούσαν πλέον να κοιμούνται ήσυχοι ότι το εγώπτερό τους θα πετύχαινε τα πάντα στη ζωή του, δε θα πιανόταν ποτέ κορόιδο και θα έβγαινε πάντα αλώβητος νικητής!

Παράλληλα με τον παραπάνω προβληματισμό αναπτύχθηκαν νέες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση των μικρών πτεροδάκτυλων, ώστε να εξασφαλιστεί η ανεμπόδιστη ένταξη του μικρού εγώπτερου στην ομάδα τους και η ισότιμη αντιμετώπισή του στο σχολικό γίγνεσθαι. Το μικρό εγώπτερο, το οποίο οι γονείς του ονόμασαν Γωγώ, γρήγορα έκανε πολλούς φίλους, καθώς είχε μεγάλο ταλέντο στο να ψυχαγωγεί με τα καμώματά του τα άλλα μικρά πτεροδάχτυλα, παρόλο που μέρα με τη μέρα ανακάλυπτε συνεχώς ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε εκ γενετής τα πάντα. Έκρυβε όμως τις αδυναμίες του αποτελεσματικά, αψηφούσε πεισματικά ο,τιδήποτε μπορούσε να απειλήσει την αυτοεικόνα του και συνέχιζε να διεκδικεί ασταμάτητα προσοχή, αποδοχή και θαυμασμό.

Το Παγόνι στο Βάλτο

Είναι περίεργα τα ταξίδια της ζωής, κι από τα πιο περίεργα ήταν αυτό που έφερε το πανέμορφο Παγόνι στο Βάλτο.

Ούτε το ίδιο του δε θυμάται πώς βρέθηκε εκεί και πόσο καιρό έχει μείνει στα βρώμικα λημέρια του. Όταν ήταν μικρό ακόμα άκουγε για το Βάλτο από τα άλλα ζώα του Δάσους – μπορούσε σχεδόν ν’ αγγίξει τη φρίκη στη φωνή τους, όταν μιλούσαν γι’ αυτόν, και τον οίκτο κάθε φορά που μνημόνευαν τα άλλα ζώα, που ήταν καταδικασμένα να ζουν εκεί.

«Γιατί, μαμά, κάποια ζώα πρέπει να ζουν στο βαλτότοπο;» είχε ρωτήσει κάποτε το μικρό τότε Παγόνι τη μητέρα του.
«Κανείς δε γνωρίζει, αγάπη μου… Κάποια ζώα γεννιούνται εκεί, άλλα γεννιούνται εδώ, μα κάποια στιγμή χάνονται… Κι υπάρχουν και κάποια ζώα που έρχονται σ’ εμάς από το πουθενά – αυτά πρέπει να είναι παιδιά του Βάλτου, όμως ποτέ δεν το ομολογούν, ποτέ δε μας λένε από πού ήρθαν…»

Ξέρω πόσο ζουν τα Παγόνια, εγώ όμως δεν είμαι πλέον Παγόνι. Πόσος χρόνος άραγε να μου μένει;

Το πιο σεβάσμιο και σοφό ζώο στο Δάσος εκείνη την εποχή ήταν ένας Γερόλυκος. Είχε ζήσει περισσότερο από κάθε άλλο λύκο της φυλής του, κι όλοι τον θαύμαζαν για την πραότητα της ψυχής και τη διαύγεια του μυαλού του. Αυτό όμως που θαύμαζαν περισσότερο σ’ εκείνον ήταν τα συχνά ταξίδια του στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου. «Δεν είναι ποτέ τόσο μακρύς ο δρόμος, όσο φαντάζεστε,» τους διηγιόταν κάθε φορά που επέστρεφε. «Και μόλις περάσεις το Βάλτο και φτάσεις απέναντι, η ομορφιά που αντικρύζεις κάνει το σπίτι μας εδώ να μοιάζει με φτωχό καλυβάκι…»

Ο Σεργκέι και το Δέντρο

Στο χωριό του Μπέλλεκ δεν έτυχε να πάω ποτέ. Μόνο από κοινούς φίλους και γνωστούς έχω ακούσει πόσο όμορφο είναι. Κι αν δεν το είχα ακουστά για την ομορφιά του, θα το γνώριζα για την τεράστια παραγωγή ξυλείας, στην οποία οφείλει την ευημερία του, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο για το Δέντρο, το οποίο οι ντόπιοι προστατεύουν σαν κόρη οφθαλμού και οι επισκέπτες θαυμάζουν απορώντας…Παλιότερα οι ντόπιοι πίστευαν ότι το Δέντρο ήταν δώρο των θεών. Σήμερα πιστεύουν ότι αν ποτέ χρειαστούν θεούς, το Δέντρο είναι αυτό που θα τους τους δώσει.

Το αξιοθαύμαστο με το Δέντρο αυτό είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις τι καρπό θα δώσει. Τα πρώτα χρόνια οι χωρικοί νόμιζαν ότι διάλεγε τους καρπούς που θα έδινε τυχαία, όμως τελικά συνειδητοποίησαν ότι κάθε χρονιά τους χάριζε ό,τι επρόκειτο άλλες συγκυρίες εκείνη την εποχή να τους στερήσουν. Όταν, για παράδειγμα, ο βαρύς χειμώνας του 1892 κατέστρεψε σχεδόν όλες τις κερασιές της περιοχής, το Δέντρο είχε δώσει τόσα κεράσια στο χωριό, που κανείς δεν ένιωσε την έλλειψή τους.

Σε δύο μήνες ο Σεργκέι και η οικογένειά του είχαν εδραιωθεί στη συνείδηση όλων ως οι καλύτεροι σύμμαχοι του χωριού προς την ευημερία, και δεν άργησε ο μικρός φίλος του Μπέλλεκ να οριστεί επίτιμο μέλος της Συνέλευσης με δικαίωμα ψήφου…

Όταν λοιπόν ο Μπέλλεκ ήταν ακόμα παιδί, πριν μάθει καλά-καλά να μιλάει, κι ενώ μια μέρα έπαιζε ανέμελα στο δάσος κλοτσώντας και κυνηγώντας στους κατήφορους πέτρες και καρύδια, άκουσε πίσω του μια άγρια και βροντερή φωνή να του λέει:
«Έι, κλεφτρόνι! Τα καρύδια που σκορπάς είναι δικά μου! Φέρ’ τα πίσω αμέσως και δίνε του, πριν σε κάνουμε τόπι στο ξύλο εγώ κι η οικογένειά μου!»