Guest Story: Ο Κύριος στο Παγκάκι

Σε ένα παγκάκι στο πάρκο κάθεται ένας κύριος. Τα μάτια του είναι κλειστά. Το καπέλο που φορά του πέφτει συνεχώς στα μάτια. Όλο το φτιάχνει. Και αυτό όλο του ξαναπέφτει.

Περαστικοί τον παρακολουθούν από απόσταση, χωρίς να τον πλησιάζουν.

«Πρεζόνι είναι. Έχει στερητικό και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Δεν τον βλέπετε που όλο πάει να σηκωθεί και δεν μπορεί; Γι’ αυτό κάθεται τόση ώρα. Έχω δει εγώ σαν κι αυτόν χιλιάδες,» λέει ένας αστυνομικός πίνοντας τον φραπέ του.

Και γιατί δεν πάτε να τον συλλάβετε; Αφήνετε κακοποιά στοιχεία να τριγυρίζουν στο πάρκο που παίζουν τα παιδιά μας;» λέει μια κυρία παρατηρώντας έντρομη στο καθρεφτάκι της μια νέα ρυτίδα.

«Στέλνω μήνυμα τώρα αμέσως για ενισχύσεις,» λέει ο αστυνομικός, στέλνοντας μήνυμα στην φίλη του να συναντηθούν στο γνωστό ξενοδοχείο σε μισή ώρα.

«Δεν είναι πρεζόνι, άστεγος είναι ο καημένος. Δεν βλέπετε πόσο βρώμικα και ταλαιπωρημένα είναι τα ρούχα του; Κρίμα είναι, νέο παιδί, στην ηλικία του γιου μου, ίδιο μπόι, ίδια κιλά… Έχω πολλά ρούχα να του φέρω, τόσα ρούχα που δεν φορά πια ο γιος μου, δεν χρειάζεται ρούχα εκεί που είναι, αέρας έχει γίνει σε ένα μικρό στενό…» λέει μια κυρία σκουπίζοντας βιαστικά με ένα μαντήλι τα μάτια της, που έχουν πλημμυρίσει με δάκρυα.

Ακολουθεί σιωπή, που κρατά όμως μόνο ένα λεπτό. Ήχος από σακούλα με πατατάκια που ανοίγει. Πατατάκια που διαλύονται σχεδόν στιγμιαία στο στόμα ενός μικρού αγοριού.

Μητέρες πλησιάζουν για να απομακρύνουν τα μικρά κορίτσια από τον κύριο που κοιμάται στο παγκάκι…

«Μαμά, να πάω να δώσω στον κύριο πατατάκια;» ρωτά το μικρό αγόρι τη μαμά του.

«Να κάτσεις εδώ που κάθεσαι. Σου έχω πει, δε μιλάμε ποτέ με αγνώστους», λέει η μαμά τραβώντας με δύναμη το μικρό αγόρι κοντά της.

«Είναι ο Χριστός! Είναι ο Μεσσίας! Ήρθε για να μας σώσει!» λέει εντυπωσιασμένος ένας τύπος στο αρκουδάκι που κρατά στην αγκαλιά του.

Άμμος

Από στόμα σε στόμα έφτασε η ιστορία που θα σας πω σήμερα στην εγγονή του Μπέλλεκ, η οποία μού τη διηγήθηκε χωρίς ίχνος αμφιβολίας για την αλήθεια όσων μου έλεγε – και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, έχοντας ακούσει ήδη για τον Σεργκέι κι έχοντας γευτεί και η ίδια τις ευλογίες του γέρικου πλέον Δέντρου, έως ότου άφησε το μικρό χωριό της προς αναζήτηση αυτής της ζωής, που όλοι οι ευλογημένοι άνθρωποι νομίζουν ότι θα είναι καλύτερη από αυτή που ζούσαν μέχρι τώρα πριν τη ζήσουν.

[…] ένα βρέφος, το οποίο φοβόταν όσο τίποτα άλλο το θάνατο.

Η ιστορία μιλάει για τον ξερακιανό ερημίτη μάγο Σέραντ, ο οποίος για πολλά χρόνια κατοικούσε έξω από ένα μικροσκοπικό χωριό στις πλαγιές των Ουραλίων. Οι επισκέψεις του μάγου στο χωριό ήταν συχνές, αν και τότε κανείς δεν τον γνώριζε ως μάγο, παρά μόνο ως έναν ξερακιανό γεροξεκούτη ξένο, ο οποίος στις επισκέψεις του αντί απλώς να ζητήσει φαγητό, ρουχισμό και φιλοξενία, όπως θα περίμενε κανείς στην κατάστασή του, καλούσε με τη διαπεραστική του φωνή τους χωριανούς σε διαλόγους, βαρετές συζητήσεις για θέματα που ποτέ δεν είχαν απασχολήσει το μυαλό τους και ενοχλητικά κηρύγματα, κάθε φορά που κάποιος από αυτούς τύχαινε να ξεστομίσει άθελά του κάτι που τον προβλημάτιζε στην καθημερινότητά του.

Όταν ένας ταπεινός αγρότης του μιλούσε για το άγχος του για τη σοδειά του επόμενου χρόνου και για το πώς μετά βίας τα έβγαζε ήδη πέρα, ο Σέραντ του είπε ότι όση κι αν ήταν η σοδειά του τον επόμενο χρόνο, η ψυχή του δε θα γαλήνευε ποτέ, αν δεν καταλάβαινε ότι το άγχος του, το οποίο τον είχε φέρει σε ρήξη και με τους φίλους του και με την έγκυο γυναίκα του, ήταν η πείνα και ο φόβος ενός βρέφους και τίποτα άλλο.

Η Μάλβα

Για το μικρό παράδεισο στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου σας έχω ήδη μιλήσει, σήμερα λοιπόν είναι καιρός να σας πω και για έναν από τους πρώτους κατοίκους του. Η Μάλβα ήταν αγριομολόχα, κι ανάμεσα σ’ όλα τα φυτά της μικρής κοιλάδας που οδηγεί στο δάσος ήταν από τα πιο «φορτωμένα» κι όμορφα. Όταν έβγαινες από το βούρκο του Βάλτου και κοίταζες μπροστά, το λαμπερό μωβ φως που αντανακλούσαν τα εκατοντάδες άνθη της ήταν ο πρώτος οιωνός της ομορφιάς που επρόκειτο ν’ αντικρίσεις προχωρώντας.

Η Μάλβα στην Αντίπερα Όχθη ήταν αγαπητή σε όλους τους υπόλοιπους θάμνους και τα δέντρα. Οι στενότεροι φίλοι της ήταν αυτοί που βρίσκονταν κοντά της, είχε όμως και πολλούς φίλους βαθιά μέσα στο δάσος, με τους οποίους τη βοηθούσαν να επικοινωνεί οι εκατοντάδες χιλιάδες Μέλισσες που ζουν εκεί· κι όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, είχε πιάσει φιλίες και με τις Μέλισσες τις ίδιες, οι οποίες χαίρονταν κάθε άνοιξη να πίνουν από το νέκταρ της και να μαζεύουν τη γύρη της. Ήταν, εξάλλου, πολύ ανθοφόρος και γενναιόδωρος θάμνος!…

Ένιωθε σαν βασίλισσα χωρίς αυλή, έτσι όπως βρέθηκε ξαφνικά από το προσκήνιο στο ακροατήριο.

«Καλή σου μέρα, Μάλβα!» ζουζούνιζαν κάθε πρωί οι Μέλισσες, «καλώς τα κορίτσια!» αποκρινόταν εκείνη χαρωπά, και άρχιζε το φαγοπότι για τις μικρές εργάτριες και η κουβεντούλα για κείνη. «Τα πεύκα του δάσους λένε ότι φέτος ο χειμώνας θα είναι πιο μαλακός», τής είπε μπουκωμένη μια μικροσκοπική μελισσούλα που μετά βίας μπορούσε να κρατηθεί στον αέρα από το βάρος του νέκταρ που είχε μαζέψει. «Ευτυχώς,» αναστέναξε εκείνη ανακουφισμένη, «γιατί ο περσινός με δοκίμασε πολύ!» «Έμαθες για τους νέους κατοίκους της Καστανιάς στον ανατολικό λόφο;» τη ρώτησε μια άλλη, λιγότερο λαίμαργη εργάτρια. «Όχι, για πες…»

Και κάπως έτσι μάθαινε η Μάλβα για τους φίλους της, τα φυτά και τα δέντρα του δάσους, για τα ζώα και τα πουλιά που φώλιαζαν πάνω τους και για όσα διαισθάνονταν και προφήτευαν τα γηραιότερα και σοφότερα ανάμεσά τους. Με τη σειρά της κι εκείνη έλεγε τα νέα της περιοχής στις Μέλισσες, και κάπως έτσι κοιλάδα και λόφοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έπιαναν φιλίες, ενίοτε τσακώνονταν κιόλας (ποιος θα ξεχάσει, άραγε, την παρεξήγηση που αποξένωσε την Πετούνια από τη Λευκή Τρούφα – γι’ αυτή θα σας πω κάποια άλλη φορά), αλλά και φίλιωναν αργά ή γρήγορα, καθώς σ’ εκείνο το μικρό παράδεισο καμιά διχόνοια δεν μπορεί να ευδοκιμήσει για πολύ.