Είναι περίεργα τα ταξίδια της ζωής, κι από τα πιο περίεργα ήταν αυτό που έφερε το πανέμορφο Παγόνι στο Βάλτο.
Ούτε το ίδιο του δε θυμάται πώς βρέθηκε εκεί και πόσο καιρό έχει μείνει στα βρώμικα λημέρια του. Όταν ήταν μικρό ακόμα άκουγε για το Βάλτο από τα άλλα ζώα του Δάσους – μπορούσε σχεδόν ν’ αγγίξει τη φρίκη στη φωνή τους, όταν μιλούσαν γι’ αυτόν, και τον οίκτο κάθε φορά που μνημόνευαν τα άλλα ζώα, που ήταν καταδικασμένα να ζουν εκεί.
«Γιατί, μαμά, κάποια ζώα πρέπει να ζουν στο βαλτότοπο;» είχε ρωτήσει κάποτε το μικρό τότε Παγόνι τη μητέρα του.
«Κανείς δε γνωρίζει, αγάπη μου… Κάποια ζώα γεννιούνται εκεί, άλλα γεννιούνται εδώ, μα κάποια στιγμή χάνονται… Κι υπάρχουν και κάποια ζώα που έρχονται σ’ εμάς από το πουθενά – αυτά πρέπει να είναι παιδιά του Βάλτου, όμως ποτέ δεν το ομολογούν, ποτέ δε μας λένε από πού ήρθαν…»
Ξέρω πόσο ζουν τα Παγόνια, εγώ όμως δεν είμαι πλέον Παγόνι. Πόσος χρόνος άραγε να μου μένει;
Το πιο σεβάσμιο και σοφό ζώο στο Δάσος εκείνη την εποχή ήταν ένας Γερόλυκος. Είχε ζήσει περισσότερο από κάθε άλλο λύκο της φυλής του, κι όλοι τον θαύμαζαν για την πραότητα της ψυχής και τη διαύγεια του μυαλού του. Αυτό όμως που θαύμαζαν περισσότερο σ’ εκείνον ήταν τα συχνά ταξίδια του στην Αντίπερα Όχθη του Βάλτου. «Δεν είναι ποτέ τόσο μακρύς ο δρόμος, όσο φαντάζεστε,» τους διηγιόταν κάθε φορά που επέστρεφε. «Και μόλις περάσεις το Βάλτο και φτάσεις απέναντι, η ομορφιά που αντικρύζεις κάνει το σπίτι μας εδώ να μοιάζει με φτωχό καλυβάκι…»