Guest Story: Ο Κύριος στο Παγκάκι

Σε ένα παγκάκι στο πάρκο κάθεται ένας κύριος. Τα μάτια του είναι κλειστά. Το καπέλο που φορά του πέφτει συνεχώς στα μάτια. Όλο το φτιάχνει. Και αυτό όλο του ξαναπέφτει.

Περαστικοί τον παρακολουθούν από απόσταση, χωρίς να τον πλησιάζουν.

«Πρεζόνι είναι. Έχει στερητικό και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Δεν τον βλέπετε που όλο πάει να σηκωθεί και δεν μπορεί; Γι’ αυτό κάθεται τόση ώρα. Έχω δει εγώ σαν κι αυτόν χιλιάδες,» λέει ένας αστυνομικός πίνοντας τον φραπέ του.

Και γιατί δεν πάτε να τον συλλάβετε; Αφήνετε κακοποιά στοιχεία να τριγυρίζουν στο πάρκο που παίζουν τα παιδιά μας;» λέει μια κυρία παρατηρώντας έντρομη στο καθρεφτάκι της μια νέα ρυτίδα.

«Στέλνω μήνυμα τώρα αμέσως για ενισχύσεις,» λέει ο αστυνομικός, στέλνοντας μήνυμα στην φίλη του να συναντηθούν στο γνωστό ξενοδοχείο σε μισή ώρα.

«Δεν είναι πρεζόνι, άστεγος είναι ο καημένος. Δεν βλέπετε πόσο βρώμικα και ταλαιπωρημένα είναι τα ρούχα του; Κρίμα είναι, νέο παιδί, στην ηλικία του γιου μου, ίδιο μπόι, ίδια κιλά… Έχω πολλά ρούχα να του φέρω, τόσα ρούχα που δεν φορά πια ο γιος μου, δεν χρειάζεται ρούχα εκεί που είναι, αέρας έχει γίνει σε ένα μικρό στενό…» λέει μια κυρία σκουπίζοντας βιαστικά με ένα μαντήλι τα μάτια της, που έχουν πλημμυρίσει με δάκρυα.

Ακολουθεί σιωπή, που κρατά όμως μόνο ένα λεπτό. Ήχος από σακούλα με πατατάκια που ανοίγει. Πατατάκια που διαλύονται σχεδόν στιγμιαία στο στόμα ενός μικρού αγοριού.

Μητέρες πλησιάζουν για να απομακρύνουν τα μικρά κορίτσια από τον κύριο που κοιμάται στο παγκάκι…

«Μαμά, να πάω να δώσω στον κύριο πατατάκια;» ρωτά το μικρό αγόρι τη μαμά του.

«Να κάτσεις εδώ που κάθεσαι. Σου έχω πει, δε μιλάμε ποτέ με αγνώστους», λέει η μαμά τραβώντας με δύναμη το μικρό αγόρι κοντά της.

«Είναι ο Χριστός! Είναι ο Μεσσίας! Ήρθε για να μας σώσει!» λέει εντυπωσιασμένος ένας τύπος στο αρκουδάκι που κρατά στην αγκαλιά του.

Τζέιμι & Τζέινι

Αυτή είναι μια ιστορία για τον Τζέιμι και την Τζέινι· είναι όμως και μια ιστορία για το πώς ο Λούκας για μία και μοναδική φορά στη ζωή του πέρασε – κεραυνοβολημένος – μια ολόκληρη εβδομάδα στη στεριά.

Για όσους δε θυμούνται το Λούκα και τη λαχτάρα του να μάθει να παίζει πιάνο, ο φίλος μας είναι ένας τρομερός, ξακουστός και πολυταξιδεμένος Πειρατής! Και σε ένα από τα πάμπολλα ταξίδια του η μοίρα διασταύρωσε το δρόμο του με αυτόν των δύο μικρών ορφανών πιθήκων, του Τζέιμι και της Τζέινι. Τα δύο πιθηκάκια φαίνονταν εγκαταλελειμμένα από τη μητέρα τους – ποιος ξέρει τι της είχε συμβεί; – και κρύβονταν σφιχταγκαλιασμένα ανάμεσα στις ρίζες ενός αρχαίου δέντρου, όταν ο Λούκας έτυχε να περνά από εκεί στην αναζήτησή του για καρύδες και άλλα τροπικά φρούτα, που θα κρατούσαν τον ίδιο και το πλήρωμά του χορτάτους, μέχρι να φτάσουν στον επόμενο προορισμό τους.

Ο Λούκας δεν έβλεπε την ώρα να σαλπάρουν ξανά, αφού το μέρος δε φιλοξενούσε παρά μόνο μια πρωτόγονη κοινωνία ιθαγενών και συνεπώς πέρα από την πλούσια βλάστηση και τα γάργαρα νερά του δεν προσέφερε άλλο, οικονομικής φύσης δέλεαρ στον Πειρατή μας… Ήταν λοιπόν μεγάλη ατυχία για τον ίδιο το ότι είδε τα δύο σφιχταγκαλιασμένα πιθηκάκια, καθώς ενώ αρχικά τα προσπέρασε φουριόζος, ένιωθε την εικόνα τους να τον τραβά πίσω σ’ εκείνα όπως το λάστιχο το γιο-γιο.

[…] έφυγε εκείνη τη χρονιά από το καταπράσινο νησάκι με έναν καινούριο φίλο και συνείδηση όχι τόσο ελαφριά, ώστε να μην τη νιώθει…

Βλαστημώντας γύρισε πίσω, ακούγοντας το αγγελάκι-Λούκα πάνω στο δεξί του ώμο να τον παροτρύνει: «Πάρ’ τα μαζί σου, τα καημένα! Θα πεθάνουν εδώ μόνα τους χωρίς κανέναν να τα φροντίζει! Εξάλλου χρειάζεσαι και λίγη παρέα πάνω στο πλοίο!» Σχεδόν αντανακλαστικά γύρισε προς τον αριστερό του ώμο, αναζητώντας το διαβολάκι-Λούκα, ελπίζοντας να ήταν κι εκείνο εκεί, για να του προσφέρει μια καλή δικαιολογία να μη παρεκκλίνει από το πρόγραμμά του. Όμως το διαβολάκι-Λούκας δεν εμφανίστηκε για τη συνηθισμένη αντιπαράσταση – ακόμα δεν είχε αναρρώσει από την προηγούμενη νύχτα που είχε πείσει το Λούκα να μη σταματήσει μετά το τέταρτο μπουκάλι ρούμι…

Οι Τρεις Πένες

Τον Χριστόφορο όλοι τον γνωρίζουν. Είναι ίσως από τους πιο καταξιωμένους δημοσιογράφους και συγγραφείς της γενιάς του. «Παλιάς κοπής», θα μπορούσε να πει κανείς, ακόμα και σήμερα δυσκολεύεται να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του και να μοιραστεί πληροφορίες με το πληκτρολόγιο. Κάθε είδηση, κάθε ιστορία, κάθε ανάμνηση του Χριστόφορου γεννιέται από το μελάνι μιας πένας.

Η πένα αυτή είναι η μόνη που του έχει μείνει από το σετ που του είχε κάνει δώρο στην αποφοίτησή του από τη σχολή κάποιος φίλος του, το όνομα του οποίου ποτέ δεν έμαθε. Απλώς ήταν κι αυτό το δώρο στοιβαγμένο μαζί με άλλα μετά την τελετή στο γιορτινό τραπέζι στο οποίο είχε προσκαλέσει την παρέα του, μόνο που σε αντίθεση με τα άλλα πακέτα, από αυτό έλειπε και κάρτα και όνομα.

[…]σύντομα ο Χριστόφορος άρχισε να βλέπει την πένα του σα μια φίλη από το πουθενά, η οποία ήταν εκεί κάθε στιγμή, για να του τονώνει την αυτοπεποίθηση και να του παρουσιάζει τον εαυτό του με τρόπους που ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος έβλεπε…

«Τη μισώ αυτή την πένα,» μου είχε πει μια μέρα. «Μακάρι να είχε σπάσει αυτή κι όχι οι άλλες δύο. Δεν ξέρω γιατί έπρεπε να μου μείνει αυτή αμανάτι από όλο το σετ!» Κι ίσως είχε δίκιο, αν αναλογιστεί κανείς τι πένες ήταν οι άλλες δύο. Κι εγώ ο ίδιος νόμιζα ότι με κορόιδευε, όταν μου μιλούσε γι’ αυτές, παρόλο που γνωρίζω καλύτερα απ’ τον καθένα ότι ο Χριστόφορος και ειλικρινής είναι και έχει απολύτως σώας τας φρένας.

Οι πένες του σετ ήταν τρεις και έμοιαζαν ολόιδιες. Την πρώτη ξεκίνησε να τη χρησιμοποιεί περίπου την περίοδο που είχε ξεκινήσει να δουλεύει πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Στεκόταν σταθερή ανάμεσα στα δάχτυλά του και γλιστρούσε πάνω στο χαρτί με αβίαστη κομψότητα. Ώσπου μια μέρα, εκεί που άνοιγε τα κιτάπια του για να συνεχίσει το γράψιο της προηγούμενης, ο Χριστόφορος είδε κάτω από την τελευταία αράδα με ξένο γραφικό χαρακτήρα γραμμένη αυτή τη φράση: «Καλημέρα, Χριστόφορε! Στις ομορφιές σου σήμερα, όπως πάντα! Ξεκινάμε;» Ντροπαλός και ψιλοακοινώνητος όπως ήταν ο Χριστόφορος τότε, γέλασε με την καρδιά του διαβάζοντάς τη. Γέλασε από αμηχανία, γέλασε με το απίστευτο για κείνον κομπλιμέντο, και τέλος γέλασε με τον εαυτό του που, αντί να ανησυχήσει για το ποιος άλλος θα μπορούσε να χρησιμοποιεί την πένα και τα τετράδιά του, απλώς το διασκέδαζε. Μόνο όταν, εξουθενωμένος και νυσταγμένος 14 ώρες αργότερα είδε την πένα να σχηματίζει τη φράση «ας μην κουράσουμε άλλο το πανέξυπνο μυαλό σου, και αύριο μέρα είναι…» συνειδητοποίησε ότι η πένα του δεν ήταν μια συνηθισμένη πένα…